- Ινδονησία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας
Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001)
Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη Μαλαισία, την Παπούα-Νέα Γουινέα και το Ανατολικό Τιμόρ. Βρέχεται στα Β από τη Νότια Κινεζική θάλασσα, τη θάλασσα της Κελέβης (ή Σουλαουέσι) και τον Ειρηνικό ωκεανό και στα ΝΔ από τον Ινδικό ωκεανό.Χώρα ολοκληρωτικά νησιωτική, η Ι. έχει στην ξηρά σύνορα μήκους περίπου 2.600 χλμ. με τη Μαλαισία στο νησί Βόρνεο, την Παπούα-Νέα Γουινέα στο νησί Νέα Γουινέα και με το Ανατολικό Τιμόρ στο νησί Τιμόρ. Πριν από την επίτευξη της ανεξαρτησίας από την Ολλανδία (1949), ο όρος Ι. είχε μόνο γεωγραφική σημασία και αναφερόταν στο ευρύτερο νησιωτικό σύμπλεγμα της νοτιοανατολικής Ασίας, στο οποίο ανήκουν επίσης οι Φιλιππίνες, ενώ η σημερινή Ι. ήταν γνωστή με την ονομασία Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες. Τα σημερινά σύνορα του ινδονησιακού κράτους αντιστοιχούν γενικά με εκείνα της ολλανδικής κυριαρχίας, που χωριζόταν διοικητικά σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα περιλάμβανε τη Σουμάτρα και την Ιάβα και το άλλο τμήμα όλα τα άλλα νησιά, ενωμένα με την ονομασία εξωτερικές κτήσεις. Σε αυτές ανήκαν ιδιαίτερα τα νησιά και τα αρχιπελάγη που επηρεάζονταν περιθωριακά από τις άλλες αποικιακές δυνάμεις, οι οποίες ανταγωνίζονταν για την κατοχή της περιοχής, ανταγωνισμός που άφησε τα ίχνη του στα σημερινά σύνορα του Βόρνεο. Περίπου το ένα τρίτο της επιφάνειας του Βόρνεο (Καλιμάνταν για τους Ινδονήσιους) καταλαμβάνεται από τις πρώην βρετανικές κτήσεις της Σαραουάκ, του Βόρειου Βόρνεο (σήμερα Σαμπάχ) και του Μπρουνέι, σύμφωνα με τα σύνορα που καθορίστηκαν από τις εδαφικές προσαρτήσεις, τις οποίες οι Βρετανοί κατόρθωσαν να πετύχουν από τον σουλτάνο του Μπρουνέι στα τέλη του 19ου αι. Σήμερα η Σαραουάκ και η Σαμπάχ αποτελούν μέρος της Ομοσπονδίας της Μαλαισίας. Στις Φιλιππίνες ανήκουν τα αρχιπελάγη Παλάουαν και Σούλου, που ενώνουν το Βόρνεο με το μεγάλο γειτονικό αρχιπέλαγος. Στα ΒΔ του Βόρνεο, η ινδονησιακή μεθόριος περιλαμβάνει τα νησιά Μπουνγκουράν (Νατούνα) και Ανάμπας. Το δυτικό τμήμα της Νέας Γουινέας, που ονομάζεται Ιριάν Μπαράτ (Δυτικό Ιριάν) ή Παπούα, από φυσική πλευρά αποτελεί μέρος μιας άλλης γεωγραφικής περιοχής, τουλάχιστον συμβατικά, έστω και αν είναι τόσο γειτονικό με τις ινδονησιακές θάλασσες. Παρά τον νησιωτικό της χαρακτήρα, η Ι. έχει σχετική γεωγραφική ενότητα, χάρη στους στενούς θαλάσσιους βραχίονες που ενώνουν τα αναρίθμητα νησιά, τα οποία είναι διάσπαρτα γύρω από τα μεγαλύτερα (τα νησιά της Σούνδης, Βόρνεο, Κελέβης, Μολούκες). Πρόκειται για περίπου 14.000 νησιά, από τα οποία κατοικούνται περίπου τα 6.000, με συνολική έκταση 1.919.440 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένου και του δυτικού τμήματος της Νέας Γουινέας.Η Ι. αποτελεί ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 29 επαρχίες συν την περιφέρεια πρωτευούσης. Οι επαρχίες είναι οι εξής (σε παρένθεση η ινδονησιακή ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών το 2000): Ανατολικό Βόρνεο (Κalimantan Τimur, Σαμαρίντα, 2.455.120), Δυτικό Βόρνεο (Κalimantan Βarat, Ποντιάνακ, 4.034.198), Κεντρικό Βόρνεο (Κalimantan Τengah, Παλανγκαράγια, 1.857.000), Νότιο Βόρνεο (Κalimantan Selatan, Μπαντζαρμασίν, 2.985.240), Γκορεντάλο (Gorentalo, Γκορεντάλο, 835.044), Ανατολική Ιάβα (Jawa Τimur, Σουραμπάγια, 34.783.640), Δυτική Ιάβα (Jawa Βarat, Μπαντούγκ, 35.729.537), Κεντρική Ιάβα (Jawa Τengah, Σεμαράνγκ, 31.228.940), Βόρεια Κελέβη (Sulawesi Utara, Μανάντο, 2.012.098), Κεντρική Κελέβη (Sulawesi Τengah, Παλού, 2.218.435), Νότια Κελέβη (Sulawesi Selatan, Ουτζουνγκπαντάνγκ, πρώην Μακασάρ, 8.059.627), Νοτιοανατολική Κελέβη (Sulawesi Τenggara, Κεντάρι, 1.821.284), Κεπουαλάν Μπάνγκα Μπελιτούνγκ (Κepulauan Βangka Βelitung, δεν έχει οριστεί πρωτεύουσα, 900.197), Λαμπούνγκ (Lampung, Μπαντάρ Λαμπούνγκ, 6.741.439), Μολούκες (Μaluku, Αμπόν, 1.205.539), Βόρειες Μολούκες (Μaluku Utara, ενδεχομένως θα οριστεί το Σοφίφι, 785.059), Μπαλί (Βali, Ντενπασάρ, 3.151.162), Μπαντέν (Βanten, Σεράνγκ, 8.098.780), Μπενγκουλού (Bengkulu, Μπενγκουλού, 1.567.432), Νανγκρόε Ατζέχ Νταρουσαλάμ (Νanggroe Αceh Darussalam, Μπάντα Ατζέχ, 3.930.905), Παπούα, πρώην Δυτικό Ιριάν (Ρapua, Τζαγιαπούρα, 2.220.934), Ριάου (Riau, Πακανμπαρού, 4.957.627), Βόρεια Σουμάτρα (Sumatera Utara, Μεντάν, 11.649.655), Δυτική Σουμάτρα (Sumatera Βarat, Παντάνγκ, 4.248.931), Νότια Σουμάτρα (Sumatera Selatan, Παλεμπάνγκ, 6.899.675), Νησιά της Ανατολικής Σούνδης (Νusa Τenggara Τimur, Κουπάνγκ, 3.952.279), Νησιά της Δυτικής Σούνδης (Νusa Τenggara Βarat, Ματαράμ, 4.009.261), περιφέρεια πρωτευούσης Τζακάρτας (Jakarta Raya, Τζακάρτα, 8.389.443), Τζάμπι (Jambi, Τζάμπι, 2.413.846), Τζογκτζακάρτα (Υogyakarta, Τζογκτζακάρτα, 3.122.268). Η Ι. κληρονόμησε τη διοικητική δομή από την ολλανδική αποικιοκρατία. Οι Ολλανδοί δημιούργησαν τον σκελετό της διοικητικής ένωσης του αρχιπελάγους, θέτοντας τις βάσεις για την πολιτική ενοποίηση και για τη δημιουργία του ινδονησιακού κράτους όπως είναι σήμερα. Από την ολλανδική αποικιοκρατία προέρχεται, επίσης, η μεγάλη σπουδαιότητα του νησιού της Ιάβας, όπου οι Ολλανδοί συγκέντρωσαν τις πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες. Σήμερα στην Ιάβα ζει περίπου το 64% του πληθυσμού. Εκεί βρίσκεται η πρωτεύουσα Τζακάρτα.Επίσημη γλώσσα είναι η ινδονησιακή μπαχάσα, μια μορφή της μαλαϊκής, ενώ χρησιμοποιούνται ακόμη τα αγγλικά, τα ολλανδικά και περισσότερες από 200 τοπικές διάλεκτοι με κυριότερη την ιαβανέζικη. Η Ι. αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό εθνοτήτων, που διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Ο πληθυσμός αποτελείται από Ιαβανέζους κατά 45%, Σουνδανέζους κατά 14%, Μαντουρέζους κατά 7,5%, παράλιους Μαλαίσιους κατά 7,5% και άλλες εθνότητες κατά 26%.Η Ι. είχε τρία συντάγματα, όλα προσωρινά. Το πρώτο δημοσιεύθηκε το 1945 με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το δεύτερο εγκαθίδρυσε το 1949 μία ομόσπονδη δημοκρατία 16 κρατών (Ηνωμένες Πολιτείες της Ι.) στο πλαίσιο μιας ολλανδικής κοινοπολιτείας, το τρίτο θέσπιζε το 1950 την επιστροφή στη μορφή του ενιαίου κράτους που καθοριζόταν από το σύνταγμα του 1945, αντιγράφοντας τα κοινοβουλευτικά συστήματα του δυτικού κόσμου. Η συντακτική συνέλευση που δημιουργήθηκε το 1955 για να συντάξει το οριστικό σύνταγμα διαλύθηκε το 1959 από τον Αχμέτ Σουκάρνο. Ο τελευταίος επανέφερε το σύνταγμα του 1945, το οποίο τροποποιήθηκε το 1969.
Σύμφωνα με αυτό, η Ι. είναι ενιαία δημοκρατία προεδρικού τύπου. Ο πρόεδρος, εκτός από το ότι ασκεί τις συνηθισμένες λειτουργίες ενός αρχηγού κράτους, είναι και πρωθυπουργός. Η Λαϊκή Συμβουλευτική Συνέλευση (ΛΣΣ) ασκεί τη λαϊκή εξουσία και γι’ αυτό καθορίζει τις κυριότερες κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της χώρας, διορίζει τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο και αποτελείται από τα μέλη της βουλής, από τους αντιπροσώπους των εδαφικών ζωνών και των οικονομικοκοινωνικών ομάδων (συνολικά 1.000 μέλη). Τόσο ο πρόεδρος όσο και η ΛΣΣ έχουν πενταετή θητεία. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας ασκεί την εκτελεστική εξουσία με τη βοήθεια του υπουργικού συμβουλίου, ενώ η νομοθετική εξουσία ανήκει στη βουλή. Αυτή αποτελείται από 500 μέλη με πενταετή θητεία, 400 από τα οποία εκλέγονται από το εκλογικό σώμα και 100 διορίζονται από τον στρατό. Θεμέλιο του κράτους αποτελεί η φιλοσοφία των Παντζασίλα (πέντε κιόνων), που ορίζει τις ακόλουθες αρχές: πίστη στον Θεό, ανθρωπισμός, εθνικισμός, δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη.Η δικαστική οργάνωση βρίσκεται υπό τη διεύθυνση του υπουργείου Δικαιοσύνης και η δικαιοσύνη παρέχεται από τα δικαστήρια των διαμερισμάτων, από τα ανώτερα δικαστήρια και από το ανώτατο δικαστήριο. Τα δικαστήρια των διαμερισμάτων εκδικάζουν πρωτοβάθμια τόσο αστικές όσο και ποινικές υποθέσεις. Τα ανώτερα δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία εφετείων και εκδικάζουν δευτεροβάθμια τις αποφάσεις των δικαστηρίων των διαμερισμάτων. Το ανώτατο δικαστήριο, που εδρεύει στην Τζακάρτα, είναι το μεγαλύτερο δικαστικό όργανο όλης της Ι. Υπάρχουν, επίσης, θρησκευτικά δικαστήρια που εκδικάζουν θρησκευτικές και οικογενειακές υποθέσεις, όπως ο γάμος και το διαζύγιο.
Η δικαιοσύνη για τις αστικές υποθέσεις δεν είναι ενιαία, ενώ εφαρμόζονται διαφορετικοί νόμοι για τους Ινδονήσιους και τους ξένους. Για τους τελευταίους ισχύει ο αστικός κώδικας, που χρονολογείται από την περίοδο της ολλανδικής κατοχής, με μερικές εξαιρέσεις για τους Ανατολίτες σε θέματα οικογενειακού δικαίου και διαδοχής. Για τους Ινδονήσιους ισχύει ένα εθιμικό σύστημα (αντάτ) που ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Στις μεικτές περιπτώσεις χρησιμοποιείται το διεθνικό σύστημα. Η ποινική δικαιοσύνη είναι, αντίθετα, ενιαία· εφαρμόζεται σε όλη την Ι. ο ποινικός κώδικας του 1918.
Το 1989 με ειδική νομοθεσία δόθηκαν μεγαλύτερες εξουσίες στα ισλαμικά δικαστήρια (σαρία), όπως για παράδειγμα να εκδικάζουν υποθέσεις διαζυγίων και άλλα οικογενειακά θέματα.Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Ι. είναι μουσουλμάνοι (88%), ενώ υπάρχουν ακόμη χριστιανοί Διαμαρτυρόμενοι (5%) και ρωμαιοκαθολικοί (3%), ινδουιστές (2%), κυρίως στο Μπαλί, βουδιστές (1%), κυρίως κινεζικής καταγωγής, και οπαδοί άλλων θρησκειών (1%). Ο ινδουισμός σημάδεψε τον ινδονησιακό μεσαίωνα και άφησε σημαντικό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό πλούτο. Στο εσωτερικό της Βόρνεο και της Κελέβης και σε ορισμένες άλλες περιοχές επιβιώνει ο ανιμισμός. Παρά την ισχυρότατη μουσουλμανική παρουσία, ο ισλαμισμός δεν είναι η επίσημη θρησκεία του κράτους, καθώς έχει θεσπιστεί ανεξιθρησκεία. Το σύνταγμα καθορίζει –ως πρώτη αρχή των Παντζασίλα– την πίστη στον θεό, χωρίς όμως να αναφέρει καμία συγκεκριμένη θρησκεία.Η εκπαίδευση είναι σύμφωνα με το σύνταγμα του 1945 δικαίωμα του πολίτη. Ο αναλφαβητισμός, που το 1940 άγγιζε τα επίπεδα του 93% του πληθυσμού, έχει σήμερα σχεδόν τελείως εξαλειφθεί, εκτός μόνο από μερικές ζώνες του δυτικού Ιριάν-Παπούα και άλλες απομονωμένες εσωτερικές περιοχές. Η εκπαίδευση διαιρείται σε τρεις βαθμίδες: στοιχειώδη (6 χρόνια), μέση (6 ή 7 χρόνια) και ανώτερη (5 ή 6 χρόνια). Η στοιχειώδης εκπαίδευση, υποχρεωτική και δωρεάν, διαρκεί 6 έτη. Η μέση εκπαίδευση περιλαμβάνει δύο τύπους σχολών, τη γενική και την επαγγελματική. Η τεχνική εκπαίδευση παρέχεται σε τεχνικές και εμπορικές σχολές με εξαετή φοίτηση και διαιρείται σε δύο τριετείς κύκλους. Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται στα πανεπιστήμια, στα ινστιτούτα και στις ανώτερες σχολές. Ανάμεσα στις κυριότερες πανεπιστημιακές έδρες είναι οι εξής: Παντάνγκ (1956), Μπαντούνγκ (1959), Μαλάνγκ (1963), Τζογκτζακάρτα (1949), Τζακάρτα (1950), Ουντζουνγκπαντάνγκ (1949), Σεμαράνγκ (1960), Παλεμπάνγκ (1960). Υπάρχουν 50 κρατικά και δεκάδες ιδιωτικά πανεπιστήμια.Οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας πλησιάζουν τους 300.000 άνδρες. Στον στρατό ξηράς υπηρετούν 214.000, στο ναυτικό 45.000 και στην αεροπορία 20.000 άτομα. Η θητεία διαρκεί 2 χρόνια (κληρωτοί).Στο πεδίο της ασφάλισης και της κοινωνικής πρόνοιας, ένα σοβαρό πρόβλημα είναι ο ανεπαρκής νοσοκομειακός και ιατρικός εξοπλισμός, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Υπάρχει ένα περιορισμένο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας για την περίθαλψη των ασθενών και των ηλικιωμένων που ευνοεί τους δημοσίους υπαλλήλους. Άλλο ανησυχητικό πρόβλημα είναι η αύξηση της ανεργίας. Οι Ινδονήσιοι εργαζόμενοι είναι πολύ καλά οργανωμένοι και ένα μεγάλο μέρος του σημερινού εργατικού δυναμικού ανήκει στα συνδικάτα. Το σπουδαιότερο συνδικάτο είναι το Κεντρικό Συμβούλιο των συνδικάτων της Ι. (SΟΚSΙ).Το ινδονησιακό αρχιπέλαγος συνιστά το αναδυόμενο τμήμα μιας σειράς πτυχώσεων που ανάγονται στην αλπικοϊμαλαϊανή ορεογένεση. Συνέχειά τους αποτελούν οι επιβλητικές οροσειρές της νοτιοκεντρικής Ασίας που ενώνονται με τις μερικώς βυθισμένες οροσειρές. Οι τελευταίες κρασπεδώνουν την ασιατική ήπειρο κατά μήκος της ακτής του Ειρηνικού, από την Ι. έως τις Αλεούτες νήσους. Εκτός από μια αρχαιοζωική μάζα, τμήμα της Γκοντουάνα, που εμφανίζεται στη βόρεια Βόρνεο, όλο το ινδονησιακό έδαφος είναι πρόσφατης προέλευσης, εφόσον δημιουργήθηκε με την ορεογένεση του τριτογενούς και με τις διαδοχικές ιζηματαποθέσεις που σχημάτισαν τις προσχωσιγενείς πεδιάδες, ευρείες στη Σουμάτρα και στην Ιάβα, πιο περιορισμένες και διασκορπισμένες στα άλλα νησιά. Η μικρή γεωλογική ηλικία της χώρας πιστοποιείται από την ισχυρή σεισμικότητα και από το απόκρημνο και τραχύ περίγραμμα των αναγλύφων. Τα ανάγλυφα γενικά αποτελούνται από διαδοχικές ηφαιστειακές ευθυγραμμίσεις, στις οποίες δεσπόζουν εκρηξιγενή συγκροτήματα, κάποια από τα οποία είναι ακόμα ενεργά. Μόνο στην Ιάβα υπάρχουν περίπου 120 ηφαίστεια, από τα οποία τα είκοσι είναι ενεργά. Οι τυρφώδεις επιφάνειες των ηφαιστείων καλύπτουν περίπου το ένα τρίτο του νησιού. Αλλά τα ηφαίστεια υπάρχουν παντού, από τη Σουμάτρα έως την Κελέβη, και παρότι αντιπροσωπεύουν μια μόνιμη απειλή, παρέχουν μαλακά και γόνιμα αρδευόμενα εδάφη, ενώ επιπλέον εμπλουτίζουν με ορυκτά άλατα τα υδάτινα ρεύματα που κατεβαίνουν από τις πλαγιές τους.
Το κυριότερο αρχιπέλαγος της Ι., εκείνο της Σούνδης, στηρίζεται σε μια σχετικά βαθιά ηπειρωτική μάζα. Γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι πριν από τον ευστατισμό που ακολούθησε την τήξη των παγετώνων του βουρμίου, όλα αυτά τα νησιά αποτελούσαν ενιαίο συγκρότημα με την ασιατική ήπειρο ή χωρίζονταν μεταξύ τους από σύντομα και χαμηλά θαλάσσια τμήματα.
Η υφαλοκρηπίδα κρασπεδώνεται προς τον Ινδικό ωκεανό από μια βαθιά τάφρο (που ονομάζεται και υφαλοκρηπίδα της Ιάβας), η οποία κατεβαίνει έως το βάθος των 7.450 μ. Άλλη τάφρος τη χωρίζει από τις Μολούκες και μία ακόμα από τη Νέα Γουινέα.Η ινδονησιακή περιοχή εκτείνεται μεταξύ Ασίας και Ωκεανίας με μια επιμήκη σειρά νησιών, ευθυγραμμισμένων με τοξοειδή πορεία γύρω από τον νησιωτικό όγκο της Βόρνεο, που δεσπόζει στα Β μαζί με τις γειτονικές Φιλιππίνες, στη Νότια Κινεζική θάλασσα. Η πορεία αυτή παρατηρείται ιδιαίτερα στο ακραίο τμήμα, όπου τα νησιά Σουμάτρα, Ιάβα, Σουμπάουα, Φλόρες, Τιμόρ και άλλα μικρότερα ακολουθούν το ένα το άλλο σε ένα ευρύ ημικύκλιο, ενώ τα αρχιπελάγη της Κελέβης και των Μολούκων ακολουθούν πιο περίπλοκες ευθυγραμμίσεις, γύρω από τις βαθιές, επίσης μεσόγειες θάλασσες. Για τις διαστάσεις κανενός μέρους του κόσμου δεν δημιουργείται τόσο λανθασμένη αντίληψη, όταν εκφράζονται μονάχα σε τ. χλμ. αναδυθείσας ξηράς, όσο για την Ι. Ξηρά και θάλασσα αποτελούν μία γεωγραφική ενότητα, την οποία οι Ινδονήσιοι θεωρούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της χώρας τους. Η θάλασσα της Ιάβας, που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη Σουμάτρα, την Ιάβα και τη Βόρνεο, επικοινωνεί με τη Νότια Κινεζική θάλασσα μέσω του στενού Καριμάτα και συνεχίζει στα Α στη βαθιά θάλασσα της Φλόρες (βαθύτερο σημείο 6.960 μ.) και στο στενό Μακασάρ, μέσω του οποίου επικοινωνεί στα Β με τη θάλασσα της Κελέβης. Ανατολικότερα ακόμα, η θάλασσα της Μπάντα, που φτάνει σε βάθος 7.440 μ., επικοινωνεί με τις θάλασσες της Σεράμ και των Μολούκων και στα ΝΑ με τη θάλασσα των Αραφούρα, όλες με σχετικά μικρό βάθος. Ύστερα από γεωλογικές φάσεις που οδήγησαν το αρχιπέλαγος στη σημερινή δομή του, τα ινδονησιακά νησιά είναι κυρίως ορεινά.Το κλίμα της Ι. επηρεάζεται τόσο από τη συνεχή επαφή με τη θάλασσα όσο και από τη γειτνίαση με τον Ισημερινό, που αγγίζει το αρχιπέλαγος περνώντας περίπου 5° βορειότερα από τον αστρονομικό ισημερινό. Ο κλιματικός τύπος που επικρατεί είναι ο ισημερινός, θερμός και υγρός, με μέσες ετήσιες θερμοκρασίες που ξεπερνούν γενικά τους 25°C και με άφθονες βροχοπτώσεις. Οι θερμικές διακυμάνσεις κινούνται σε αρκετά μέτρια όρια. Στην Τζακάρτα η διαφορά ανάμεσα στα δύο μέγιστα σημεία της θερμοκρασίας (που συμπίπτουν με το διπλό πέρασμα του Ήλιου στο ζενίθ, τον Μάιο και τον Νοέμβριο) είναι μόνο 2°C. Η ετήσια διακύμανση είναι μικρότερη από την ημερήσια, που επίσης μετριάζεται από σύννεφα, στα οποία οφείλεται μια αισθητή μείωση της άμεσης ηλιοφάνειας στις πιο θερμές ώρες. Στα νησιά της Ι. το ανάγλυφο έχει μεγάλη κλιματική σπουδαιότητα, αφενός επειδή καθιστά τις περιοχές καταλληλότερες για την ανθρώπινη εγκατάσταση (στην Τοσάρι, στο νησί Ιάβα, σε υψόμετρο 1.730 μ., η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 16°C), αφετέρου διότι επηρεάζει την παρουσία των ανέμων και τις βροχοπτώσεις, η ποσότητα των οποίων διαφέρει από την τυπική των ισημερινών περιοχών. Τα νησιά βρίσκονται πράγματι στην τροχιά περιοδικών ανέμων μουσωνικού τύπου, που επηρεάζουν τη βαρομετρική κατάσταση της Ασίας και της Αυστραλίας. Τους καλοκαιρινούς μήνες παρατηρούνται χαμηλές πιέσεις στη νότια Ασία, που προσελκύουν μάζες αέρα από τον αυστραλιανό αντικυκλώνα, ενώ τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο οι βαρομετρικές συνθήκες αντιστρέφονται και συνεπώς οι άνεμοι αλλάζουν διεύθυνση, γιατί πάντοτε αποκλίνουν από την τροχιά τους εξαιτίας των ορεινών αλυσίδων.
Ο αρχικός φυτικός μανδύας αντιπροσωπεύεται από το υγρό δάσος, το οποίο, πριν από την εισαγωγή των εντατικών καλλιεργειών, κάλυπτε ολόκληρο το ινδονησιακό έδαφος. Εξαίρεση αποτελούν τα μικρά νησιά της Σούνδης και οι νότιες Μολούκες, όπου η βλάστηση, σαβανικού τύπου, αποτελείται από δενδρώδη φυλλοβόλα φυτά με ξηρόφιλες προσαρμογές και από λειμώνες. Το δάσος παρουσιάζει όψεις ασυνήθιστα οργιαστικής βλάστησης, με ένα πυκνότατο σύμπλεγμα φυτών με ψηλό κορμό και σκληρό ξύλο και δέντρων με μικρότερο ύψος, που περιτυλίγονται από ένα πυκνό υποδάσος, σχεδόν αδιαπέραστο από τον άνθρωπο.Όπως σε όλες τις ισημερινές χώρες, το υδρογραφικό δίκτυο είναι αρκετά ανεπτυγμένο, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερα μεγάλους ποταμούς, εξαιτίας της περιορισμένης έκτασης των νησιών. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί είναι εκείνοι που κατεβαίνουν από τα βουνά της Σουμάτρας προς τα ΒΑ καθώς και εκείνοι της Βόρνεο και της Νέας Γουινέας (Δυτικό Ιριάν). Σε ένα περίπλοκο φυτικό περιβάλλον όπως το ινδονησιακό, οι ποταμοί αποτελούν ακόμα και σήμερα τις βασικές οδούς διείσδυσης προς το εσωτερικό των νησιών και συγκεντρώνουν στις όχθες τους μεγάλο μέρος των ανθρώπινων οικισμών. Στη Σουμάτρα οι μεγαλύτεροι ποταμοί κατεβαίνουν από τη μακριά αλυσίδα των ορέων Μπαρισάν προς τις βορειοανατολικές πεδιάδες. Μεγαλύτερο μήκος έχει ο Κάμπαρ, που πηγάζει από τα κεντροδυτικά βουνά και εκβάλλει με έναν βαθύ ποταμόκολπο στο στενό της Μαλάκα.
Ο κυριότερος ποταμός της Ιάβας είναι ο Σόλο, που αρδεύει την πιο μεγάλη πεδιάδα του νησιού. Στη Βόρνεο, αντίθετα, το υδρογραφικό δίκτυο έχει ακτινωτή δομή. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί (Καπούας, Μπαρίτο, Μαχάκαμ) έχουν τις πηγές τους στο κέντρο του νησιού, στη διασταύρωση των κυριότερων ορεινών αλυσίδων, απ’ όπου ρέουν στις πεδιάδες. Στο Ιριάν-Παπούα επίσης οι ποταμοί αποτελούν το πιο εύκολο σύστημα συγκοινωνιών.Σουμάτρα. Η οροσειρά των Μπαρισάν στα ΝΔ χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή κορυφών και ηφαιστειακών κώνων, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν κόγχες και αναβαθμίδες με πολυάριθμες ηφαιστειογενείς και τεκτονικές λίμνες. Στο ακραίο βόρειο τμήμα του νησιού, οι ορεινοί όγκοι του Λόιζερ (3.381 μ.) και του Ουτσάπ Μουλού (3.127 μ.) δεσπόζουν σε μια σειρά μικρότερων αναγλύφων με βαθιές χαράδρες που διασχίζονται από χειμάρρους πλούσιους σε νερά. Οι τελευταίοι έχουν κατακερματίσει την περιοχή σε μια σειρά οροπεδίων με ηφαιστειακό έδαφος, εξαιρετικά γόνιμων γι’ αυτό τον λόγο, όπου η βλάστηση του ψηλού δάσους δημιουργεί ιδιόρρυθμη αντίθεση με τη λάβα που καλύπτει τα εξωτερικά τοιχώματα των ηφαιστείων.
Συνεχίζοντας προς τα Ν, το ανάγλυφο ανυψώνεται ξανά με μια σειρά ηφαιστείων που φτάνουν σχεδόν τα 3.000 μ. Μετά τα ανάγλυφα που δεσπόζουν στην Παντάνγκ, η κυριότερη ορεινή αλυσίδα περιορίζεται σε ευρύτητα, υποστηριζόμενη από βαθιά αντερείσματα που κατεβαίνουν με ελαφριά κλίση προς την ανατολική πεδιάδα, ενώ η υδροκριτική γραμμή πλησιάζει σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την ακτή του Ινδικού ωκεανού. Το όρος Κερίντσι (3.798 μ.), το πιο ψηλό του νησιού, διακόπτει τον ορεογραφικό άξονα με τον σκούρο ογκώδη κώνο του που δεν έχει καθόλου βλάστηση. Η εκρηκτική δράση του έχει σταματήσει από καιρό και εκδηλώνεται σήμερα μόνο με θειούχες αναθυμιάσεις. Στα ΝΑ του Κερίντσι η ορεογραφία γίνεται πιο κανονική, λόγω της ευθυγράμμισης, πάντοτε με τη ράχη προς την ακτή, των ορέων Μπαρισάν.
Η πεδιάδα της Σουμάτρας αναπτύσσεται παράλληλα με την κυριότερη οροσειρά, αρχικά (στα Β) στενή και ακανόνιστη, διακοπτόμενη από μικρές λοφώδεις ράχες, που φτάνουν έως λίγα χιλιόμετρα από την ανατολική ακτή, και ύστερα ολοένα και πιο ευρεία, ώσπου φτάνει το πλάτος περίπου των 200 χλμ. Αποτελείται από πρόσφατες προσχώσεις, τυρφώδεις και αργιλώδεις, και η κλίση της είναι ελάχιστη, γι’ αυτό οι ποταμοί που κατεβαίνουν από το βουνό τη διαρρέουν με ευρείς βαλτώδεις μαιάνδρους, σχηματίζοντας εκτεταμένα δέλτα σε συνεχή εξέλιξη.
Το αρχικό τοπίο αλλοιώθηκε από τον άνθρωπο, με την αποψίλωση της στενής βόρειας λωρίδας στα Β του στενού της Μαλάκα και των πιο μεγάλων νότιων ζωνών, όπου παρατηρούνται επίσης οι μεγαλύτερες πυκνότητες πληθυσμού. Οι σφοδρές θαλασσοταραχές του Ινδικού ωκεανού και η μικρή ιζηματογενής δράση των ποταμών καθιστούν, αντίθετα, επίπεδη, υψηλή και χωρίς λιμάνια τη νοτιοδυτική ακτή του νησιού.
Ιάβα. Χωρισμένο από το στενό της Σούνδης στα Α της Σουμάτρας βρίσκεται το κυριότερο νησί της Ι., η Ιάβα, σπουδαία όχι μόνο για τις διαστάσεις της αλλά και για την πυκνότητα του πληθυσμού και την αφθονία του γεωργικού πλούτου. Η Ιάβα, με μήκος περίπου 1.000 χλμ. και πλάτος όχι μεγαλύτερο από 200 χλμ., διασχίζεται κατά μήκος από ένα σύστημα αρκετά τραχιών αναγλύφων, που συνδέονται με εκείνα της Σουμάτρας. Στο στενό της Σούνδης αναδύονται μερικές κορυφές και ηφαιστειακοί κώνοι. Ένα από τα νησιά αυτά, το Κρακατόα, είναι γνωστό για την τρομακτική έκρηξη του 1883.
Η ηφαιστειακή δράση στην Ιάβα είναι πιο έντονη απ’ ό,τι στα άλλα νησιά της Σούνδης. Τα ηφαιστειακά συγκροτήματα δεσπόζουν στο τοπίο, όπου οι τεκτονικές πτυχώσεις έχουν μικρότερη δύναμη και δεν ξεπερνούν ποτέ το ύψος των 1.400 μ. Τα ηφαιστειακά συγκροτήματα καλύπτουν περίπου το 1/3 της ολικής επιφάνειας του νησιού και αριθμούν μερικές εκατοντάδες, με τις κορυφές Σλαμέτ (3.428 μ.) στο κεντροδυτικό τμήμα και Σεμερού (3.669 μ.) στο νοτιοανατολικό τμήμα. Αυτές δεσπόζουν στις απαλές τεκτονικές πτυχώσεις και στα πεδινά υψίπεδα, που εκτείνονται από τα Δ στα Α, διακοπτόμενα από βαθιές κοιλάδες και καλυμμένα από μια εξαιρετικά πυκνή βλάστηση, διατεταγμένη από τον άνθρωπο σε κανονικές φυτείες. Η πυκνότητα του πληθυσμού στο νησί προκάλεσε τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του αρχικού φυτικού μανδύα.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ιάβας είναι συγκεντρωμένο στη μεγάλη βόρεια πεδιάδα που δημιουργήθηκε από προσχώσεις. Εκεί, η ορθολογική γεωμετρία των φυτειών και η διάδοση των ορυζώνων, που ανεβαίνουν με τεχνητές αναβαθμίδες στις πλαγιές των γύρω αναγλύφων, αφενός φέρουν τα ίχνη της ολλανδικής αποικιοποίησης, αφετέρου αποδεικνύουν την ιδιαίτερη φροντίδα που οι ασιατικοί λαοί αφιέρωσαν στη γη. Η πεδιάδα είναι κλεισμένη στα Β, στο κεντρικό τμήμα της, από ένα σύστημα μικρών υψωμάτων που φτάνουν έως την ακτή.
Η βόρεια ακτή, που βρέχεται από τη θάλασσα της Ιάβας, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος πεδινή και κατακερματισμένη, με αποτέλεσμα να διαθέτει τα καλύτερα λιμάνια της χώρας· οι κυριότεροι κόλποι είναι της Τζακάρτα, της Τζιρεμπόν, της Σεμαράνγκ και της Σουραμπάγια. Η νότια ακτή είναι, αντίθετα, απρόσιτη, όπως συμβαίνει και στη Σουμάτρα.
Βόρνεο. Το μεγαλύτερο από τα νησιά της Ι. είναι η Βόρνεο, που θεωρείται επίσης το τρίτο μεγαλύτερο νησί στον κόσμο. Στο βόρειο τμήμα διασχίζεται από την πολιτική μεθόριο, που τέμνει τη Σαραουάκ και τη Σαμπάχ (ανατολική Μαλαισία) από την Καλιμάνταν (Ι.). Στο εσωτερικό, το ανάγλυφο χαρακτηρίζεται από μακριές ράχες, που διακλαδίζονται ακτινωτά από το κέντρο του νησιού.
Προς τα ΝΔ αποσπάται η οροσειρά των Σουάνερ (2.278 μ.), που αποτελεί τον υδροκρίτη ανάμεσα στη λεκάνη του Καπούας και εκείνη του Μπαρίτο. Σε νότια διεύθυνση, αλλά απομονωμένη από το κυριότερο συγκρότημα, εκτείνεται η οροσειρά Μεράτους, με κορυφές κατώτερες των 2.000 μ., η οποία φτάνει στο ακρωτήριο Σελατάν. Μια άλλη σειρά ραχών, πιο ακανόνιστων, διευθύνεται προς τα Α και δεσπόζει στο όρος Κονγκουμούλ (2.053 μ.), ενώ προς τα ΒΑ ευθυγραμμίζονται τα όρη Ιράν και Πενάμπα· αυτή είναι η λιγότερο γνωστή περιοχή του νησιού. Στο ακραίο βόρειο σημείο της Βόρνεο δεσπόζει ο επιβλητικός γρανιτικός όγκος του Κιναμπάλου (4.102 μ.), του μεγαλύτερου ύψους του νησιού και του αρχιπελάγους, που ανήκει όμως στο έδαφος της Μαλαισίας.
Το ανάγλυφο καλύπτεται από εξαιρετικά πυκνή βλάστηση έως πάνω από τα 2.500 μ., ενώ υφίσταται την εντατική διάβρωση των πολλών υδάτινων ρευμάτων, που με τις εναποθέσεις τους έχουν σχηματίσει τις εκτεταμένες προσχωσιγενείς πεδιάδες. Οι τελευταίες βρίσκονται ανάμεσα στις κυριότερες ράχες. Οι ακτές του ινδονησιακού τμήματος της Βόρνεο επηρεάζονται ελάχιστα από τα ανάγλυφα του νησιού και εκτείνονται οδοντωτές, διακοπτόμενες από τους ποταμόκολπους.
Κελέβη. Πέρα από το στενό της Μακάσαρ, στα Α της Βόρνεο, βρίσκεται το νησί Κελέβη, που τοπικά ονομάζεται Σουλαουέσι. Οι ανώμαλες πτυχώσεις, που αποτελούν τα ορεογραφικά συστήματα των νησιών της Σούνδης, των Φιλιππίνων και των Μολούκων, συγκλίνουν σε αυτό το νησί, πραγματικό ορεογραφικό κόμβο των τριών αρχιπελάγων.
Το ανάγλυφο που αποτελεί τον σκελετό των δύο κυριότερων χερσονήσων, της Μιναχάσα στα Β και της Μακάσαρ στα Ν, υποδηλώνει αναδύσεις ενός αρχαίου κρυσταλλοπαγούς υποστρώματος, που καλύπτεται σε πολλά σημεία από ιζηματογενή πετρώματα. Η βάση της χερσονήσου ενώνεται με το κεντρικό σώμα του νησιού, που αποτελείται από ένα αρκετά τραχύ συγκρότημα στο οποίο δεσπόζει το όρος Νοκιλαλάκι (3.311 μ.).
Προς τα Α το ανάγλυφο κατέρχεται βαθμιαία σε μια σειρά από κόγχες που φιλοξενούν μερικές λίμνες με αξιοσημείωτο μέγεθος, μία από τις οποίες είναι η Τοούτι, στη βάση της νοτιοανατολικής χερσονήσου. Στις δύο ανατολικές χερσονήσους, το ανάγλυφο συνεχίζει με πιο στρογγυλεμένες μορφές, που έχουν λειανθεί από την ατμοσφαιρική διάβρωση. Η βορειοανατολική χερσόνησος καταλήγει στο ψηλότερό της σημείο με το όρος Κατοπάσε (2.835 μ.). Η νοτιοανατολική χερσόνησος, αντίθετα, διευρύνεται σε δύο παράκτια ορεινά συστήματα, που διακόπτονται από μια σειρά με μάλλον άγονα βαθύπεδα.
Μικρά Νησιά της Σούνδης. Το μεγάλο εξωτερικό τόξο της Ι. συνεχίζει, μετά τη Σουμάτρα και την Ιάβα, σε μια σειρά μικρότερων νησιών, τα αποκαλόυμενα Μικρά Νησιά της Σούνδης, που έχουν τα ίδια τεκτονικά χαρακτηριστικά, αλλά, λόγω των διαστάσεών τους και του χαμηλότερου υψομέτρου, έχουν ευνοήσει την εγκατάσταση περισσότερων ανθρώπων. Το αρχικό τους τοπίο είναι πλέον ριζικά αλλαγμένο από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Λίγα μίλια Α της Ιάβας, χωρισμένο από το ομώνυμο στενό, βρίσκεται το νησί Μπαλί, το πιο γνωστό νησί της Ι. Ο κεντρικός σκελετός αποτελείται από μια σειρά ηφαιστειακών συγκροτημάτων, που κατά ένα μέρος είναι ακόμα ενεργά, όπως το Αγκούνγκ (3.142 μ.), η πιο ψηλή κορυφή του νησιού, γνωστό για την καταστροφική έκρηξη του 1917. Στο Μπαλί το αρχικό δάσος, που άλλοτε κάλυπτε τα εύφορα προσχωσιγενή εδάφη, τα οποία στη συνέχεια καλλιεργήθηκαν με ρύζι και με άλλα φυτά, έχει πια εξαφανιστεί. Στις πιο ψηλές πλαγιές ωστόσο βρίσκονται ακόμα δάση από φοίνικες και άλλα τροπικά είδη, με ένα πυκνό υποδάσος από φτέρες· μόνο το νότιο τμήμα του νησιού έχει λιγότερο πράσινο.
Στα Α του Μπαλί, πέρα από έναν μικρό θαλάσσιο βραχίονα, βρίσκεται το νησί Λομπόκ, που διασχίζεται από δύο παράλληλες σειρές αναγλύφων. Οι εσωτερικές αναβαθμίδες, καλυμμένες με ηφαιστειακή τέφρα, είναι το πιο εύφορο τμήμα του νησιού.
Ακόμα πιο Α, πέρα από το στενό της Αλάς, το αρχιπέλαγος συνεχίζει με τη Σουμπάουα, με το ακανόνιστο ανάγλυφο στο οποίο δεσπόζουν ηφαιστειακά συγκροτήματα, σβηστά και ενεργά, ανάμεσα στα οποία το Ταμπόρα (2.850 μ.), περίφημο για την έκρηξη του 1815 που ισοπέδωσε τελείως την κορυφή του. Το κλίμα επηρεάζεται από τη γειτνίαση με την Αυστραλία. Οι βροχές, που κατεβαίνουν στα 1.000 χιλιοστά ετησίως εξαιτίας της διήθησης των επιφανειακών νερών ανάμεσα στα ασβεστολιθικά πετρώματα και της υψηλής μέσης θερμοκρασίας, επιτρέπουν μονάχα μια αραιή βλάστηση του τύπου της σαβάνας. Περίπου εκατό χιλιόμετρα Ν της Φλόρες βρίσκεται το νησί Σούμπα, που σχηματίστηκε από τη μερική ανάδυση μιας πιο νότιας αλυσίδας του μεγάλου τόξου της Σούνδης. Το νησί αυτό, που αποτελείται κυρίως από ασβεστολιθικά πετρώματα, είναι φτωχό σε ηφαιστειακά συγκροτήματα.
Το Τιμόρ, το μεγαλύτερο από τα Μικρά Νησιά της Σούνδης, φαίνεται σαν να συνδέεται, μέσω των νησιών Ρότι και Σάου, με την εξωτερική αλυσίδα της Σούμπα. Το εσωτερικό ανάγλυφο, που αποτελείται από ένα είδος πρόσφατων ιζηματογενών εδαφών, τα οποία έχουν εναποτεθεί πάνω σε έναν πιο αρχαίο κρατηρογενή πυρήνα, παρουσιάζει μια αρκετά κανονική σειρά παράλληλων πτυχώσεων, που καταλήγουν στην κορυφή Ραμελάου (2.960 μ.). Οι ακτές δεν παρουσιάζουν πολλούς μυχούς, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα. Λόγω της γειτνίασης της αυστραλιανής ηπειρωτικής μάζας, το Τιμόρ δεν έχει ισημερινό κλίμα, επειδή εκεί εμφανίζεται μια μακρά ξηρή εποχή και οι βροχές περιορίζονται στην περίοδο που φυσούν οι βορειοδυτικοί άνεμοι.
Μολούκες. Τα Μικρά Νησιά της Σούνδης κατακερματίζονται στα Α σε μια σειρά από μικρότερα νησιά, που ονομάζονται Νότιες Μολούκες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν σε μέγεθος η Αλόρ και η Ουετάρ, που συνεχίζουν την ευθυγράμμιση των πτυχώσεων της Σουμπάουα και της Φλόρες. Με τη σειρά της, η πτύχωση της Σούμπα και του Τιμόρ εμφανίζεται ξανά στα νησιά Λέτι, Μπαμπάρ και Τανιμπάρ. Από εκεί η ορεογραφική κατευθυντήρια διαγράφει μία γωνία, αναδυόμενη αρχικά με τα νησιά Κάι και ύστερα με τις Κεντρικές Μολούκες. Ανάμεσα στη θάλασσα της Μπάντα και σε εκείνη της Σεράμ βρίσκονται διάφορα νησιά, ανάμεσα στα οποία η Σεράμ, που είναι το μεγαλύτερο, και η Μπουρού. Το ανάγλυφο, μολονότι ξεπερνά τα 3.000 μ. στο νησί Σεράμ, δεν παρουσιάζει πολύ τραχιές μορφές, καθώς αποτελείται από αρκετά μαλακά ιζηματογενή εδάφη· γι’ αυτό είναι πυκνοί εκεί οι ανθρώπινοι οικισμοί.
Τα νησιά Κάι και η πιο ανατολική ομάδα των νησιών Αρού, στη θάλασσα των Αραφούρα, αποτελούν το σύμπλεγμα των Ανατολικών Μολούκων, που χαρακτηρίζονται από αφθονία κοραλλιογενών σχηματισμών αλλά και πυκνή βλάστηση.
Στα Β της θάλασσας της Σεράμ βρίσκεται η συστάδα των Βόρειων Μολούκων, με αρκετά κατακερματισμένη και ακανόνιστη δομή. Το σπουδαιότερο από τα νησιά αυτά, που στηρίζονται όλα στην ίδια υφαλοκρηπίδα, είναι η Χαλμαχέρα. Το ανάγλυφό της είναι περίπλοκο, ιδιαίτερα στη βόρεια χερσόνησο. Το έδαφος είναι πάρα πολύ εύφορο, λόγω της αφθονίας της ηφαιστειακής ιζηματαπόθεσης, και καλλιεργείται εντατικά στις παράκτιες πεδιάδες με ρύζι και τροπικά φρούτα.
Η Χαλμαχέρα περιβάλλεται από μεγάλο αριθμό μικρότερων νησιών.
Δυτική Νέα Γουινέα. Γεωγραφικά, η Νέα Γουινέα ανήκει στην Ωκεανία, αλλά η απόστασή της από το νησί Σεράμ είναι μικρότερη των 200 χλμ. και περιορίζεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθούν υπόψη τα μικρότερα νησιά. Το εσωτερικό της Νέας Γουινέας είναι ελάχιστα γνωστό, εξαιτίας των δυσκολιών που συναντά ο άνθρωπος στην προσπέλασή του.
Το πιο δυτικό τμήμα καταλήγει προς τα Δ σε μία χερσόνησο, η οποία διασχίζεται στα Β από μία αλυσίδα που φτάνει τα 3.000 μ. (όρη Κουόκα). Το κεντρικό σώμα του νησιού διασχίζεται από το επιβλητικό ορεινό συγκρότημα των Μαόκε, φτάνει σε αρκετά μεγάλα ύψη, με μερικές κορυφές που ξεπερνούν τα 5.000 μ., όπως η κορυφή Κάρστενς ή Πούντιακ Τζάτζα. Το περίγραμμα του αναγλύφου αυτού είναι αρκετά απόκρημνο και το τοπίο, στο πιο ψηλό τμήμα του, θυμίζει το αλπικό τοπίο, λόγω της παρουσίας αιώνιων χιονιών, παρά τη γειτνίαση με τον Ισημερινό. Τα όρια της βλάστησης υφίστανται μια αξιοσημείωτη ανύψωση, γι’ αυτό το ισημερινό δάσος ξεπερνάει τα 2.000 μ. Ακολουθεί εκείνο των φυλλοβόλων και, πιο ψηλά ακόμα, το δάσος των κωνοφόρων. Τέλος, ακολουθεί μία λωρίδα λειμώνων αλπικού τύπου.
Η ορεινή αλυσίδα κατεβαίνει απότομα στα Β προς την κοιλάδα που διατρέχεται από τους δύο βραχίονες των πηγών του ποταμού Μαμπεράμο, ο οποίος προχωρεί προς τον Ειρηνικό, διακόπτοντας με έναν στενό λαιμό μια πιο βόρεια ορεινή αλυσίδα –με κορυφές 3.000 μ. και μερικούς ηφαιστειακούς κώνους ακόμα ενεργούς– πιθανότατα πιο αρχαία από εκείνη των Μαόκε. Ο Μαμπεράμο με τις προσχώσεις του διεύρυνε προς τα Β την πεδιάδα που, καλυμμένη από υγρά δάση, καταλήγει σε αντιστοιχία με τον ποταμόκολπό του στο ακρωτήριο Περκάμ.Το ινδονησιακό έδαφος, ανάμεσα σε δύο ωκεανούς, τον Ειρηνικό και τον Ινδικό, και ανάμεσα σε δύο ηπείρους, υπήρξε πάντοτε το υποχρεωτικό πέρασμα διαφόρων λαών και πολιτισμών. Τα αρχαιότερα ευρήματα της Ιάβας ανήκουν στον Ηomo erectus, ανθρωποειδές που έζησε πριν από περίπου 500.000 χρόνια. Η προϊστορική εποχή άρχισε με την επιδρομή ενός λαού που προερχόταν από τη Μαλαισιανή χερσόνησο κατά το πλειστόκαινο, όταν το ινδονησιακό έδαφος αποτελούσε ενιαίο όγκο με την ασιατική ήπειρο. Ακολούθησε επιδρομή νεγροειδών πληθυσμών, που έφτασαν μέχρι τις Φιλιππίνες και τη Νέα Γουινέα. Δύο ακόμα κύματα πληθυσμών, προερχομένων από τα ΒΔ, έφτασαν διαδοχικά στο νησί. Το πρώτο, που πήγε εκεί πριν από περίπου 9.000 χρόνια, απαρτιζόταν από Καυκασιομογγολοειδείς, ενώ το δεύτερο, που έφτασε 5.000 χρόνια αργότερα, παρουσίαζε χαρακτήρες πιο στενά μογγολοειδείς. Μετά τον ερχομό των δύο αυτών φύλων, οι νεγροειδείς αναγκάστηκαν να προχωρήσουν προς το εσωτερικό της χώρας, ενώ στα παραλιακά μέρη σχηματιζόταν μια νέα φυλή προερχόμενη από την ανάμειξη των νεγροειδών με τους μογγολοειδείς. Πρόκειται για την ινδονησιακή φυλή, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της οποίας είναι οι Πουνάν και οι Μπόρνεο. Οι μογγολοειδείς εγκαταστάθηκαν στα μεγαλύτερα νησιά της Σούνδης και αναπτύχθηκαν κοινωνικά και πολιτιστικά πολύ γρηγορότερα από τους άλλους. Η προϊστορία της Ι. φτάνει μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ., από τον οποίο άρχισε να γίνεται πιο ακριβής η καταγραφή των γεγονότων χάρη στο νέο στοιχείο που έφεραν άλλοι ασιατικοί πληθυσμοί, τη γραφή. Περίπου τον 10ο αι. άρχισε να κατεβαίνει προς την Ι. ένα ρεύμα κινεζικού πληθυσμού που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην οικονομία, με την ανάπτυξη του εμπορίου. Στη διάρκεια του 15ου αι. έφτασαν από τη θάλασσα οι Άραβες, που ως ναυτικοί και έμποροι περιορίστηκαν σε μερικά παραλιακά τμήματα της χώρας. Αυτοί επέβαλαν τη δική τους κουλτούρα και ήταν υπεύθυνοι για τον εξισλαμισμό της Ι. Τέλος, από τον 17ο αι. μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έντονη ήταν η παρουσία των Ολλανδών αποίκων.
Σήμερα, σε ολόκληρη τη νησιωτική περιοχή, μπορούν να διακριθούν περισσότερες από 20 εθνικές ομάδες, η καθεμία με τη δική της διάλεκτο. Η Ιάβα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ποικιλία εθνοτήτων. Δίπλα στους Ιαβανέζους γεωργούς, που είναι διασκορπισμένοι στα Α του νησιού, ζουν οι Τενγκάρα, στις πιο εσωτερικές και ορεινές περιοχές. Η δυτική πλευρά, αντίθετα, είναι κατοικημένη από Σουνδανέζους, Μαντουρέζους και Μπαντού που ασχολούνται με τη γεωργία. Στη Σουμάτρα, ανάμεσα στις υποομάδες (Μαλαίσιοι, Λαμπόνγκ, Κούμπου), διακρίνονται τρεις σπουδαίες εθνικές ομάδες: οι Μενανγκαμπάου, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στις δυτικές και ορεινές περιοχές και ασχολούνται με τη γεωργία και το εμπόριο, οι Μπατάκ, οι οποίοι κατοικούν στις κεντρικές και ανατολικές ζώνες και γύρω από τη λίμνη Τόμπα και είναι θαυμάσιοι γεωργοί και τεχνίτες, και οι Ατζέχ στον βορρά, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με το ψάρεμα.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά παρουσιάζουν και οι κάτοικοι του Μπαλί. Είναι ινδουιστές και έχουν πολύπλοκη κοινωνική οργάνωση που βασίζεται στο χωριό, στην προσφορά εργασίας και στην κοινή αγροτική δουλειά. Στην Κελέβη, πλάι στους Λοϊνάνγκ, στους Τοράτζα και στους Τοάλα (πρωτόγονη νεγροειδής φυλή) ζουν τρεις εθνικές ομάδες μαλαισιανής προέλευσης: οι Μπουγκινέζοι, οι Μακασαρέζοι και οι Γκορονταλέζοι. Οι Μπουγκινέζοι είναι ναυτικοί από παράδοση, όπως και οι Μακασαρέζοι, αν και πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στις φυτείες που δημιούργησαν οι Ολλανδοί. Οι Γκορονταλέζοι κατοικούν στις κεντρικές και βόρειες περιοχές. Το τυπικό εθνικό στοιχείο της Βόρνεο αποτελείται από τους Νταγιάκους, που θεωρούνται οι πιο γνήσιοι από όλους τους Ινδονήσιους. Είναι ικανοί σιδηρουργοί, ζουν κυρίως από το ψάρεμα και τα φυτά που βρίσκουν, ενώ διατηρούν στοιχειώδη γεωργία όπου υπάρχουν νερά. Οι Πουνάν είναι και αυτοί Νταγιάκοι και ζουν στην καρδιά των δασών. Οι Αλφούροι, αυστραλομαλαισιανής προέλευσης, ζουν στο Σεράμ και στο Μπουρού. Στο Ιριάν-Παπούα επικρατούν οι αυστραλοειδείς, όπως οι Παπούα και οι Μελανήσιοι.Όπως όλες οι αναπτυσσόμενες χώρες έτσι και η Ι. παρουσίασε πολύ υψηλούς ρυθμούς γεννήσεων, οι οποίες σε διάστημα 80 ετών είχαν αποτέλεσμα τον υπερτετραπλασιασμό του πληθυσμού. Το 1920 η χώρα αριθμούσε 50 εκατ. κατοίκους, ενώ σήμερα ο πληθυσμός υπερβαίνει τα 228 εκατ.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα, δύσκολα αντιμετωπίσιμο εξαιτίας των μεγάλων αποστάσεων, είναι η ανομοιογένεια του πληθυσμού στις διάφορες περιοχές. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού παρουσιάζει πολύ υψηλές διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή (στην Παπούα 4 κάτ. ανά τ. χλμ. και στην Ιάβα 825 κάτ. ανά τ. χλμ.) και υπολογιζόταν σε 119 κατ. ανά τ. χλμ. το 2001. Εκτός από αυτό, το σημερινό ινδονησιακό κράτος πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της μεγάλης πολιτιστικής, γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτικής ποικιλίας που υπάρχει στους διάφορους πληθυσμούς του νησιού. Υπάρχει ακόμα η άνιση κατανομή του πληθυσμού, που εξαρτάται από διάφορες οικονομικές, φυσικές και ιστορικές αιτίες. Το 1969 η κυβέρνηση εγκαινίασε την πολιτική της εσωτερικής μετανάστευσης (γνωστή ως πρόγραμμα tramsmigrasi), στα πλαίσια της οποίας μετοίκισαν 3,5 εκατ. άνθρωποι σε σχετικά αραιοκατοικημένες περιοχές, όπως στη Σουμάτρα, στην Καλιμάνταν, στην Παπούα και στο Ανατολικό Τιμόρ (την περίοδο που βρισκόταν υπό την κατοχή της Ι.). Στη Σουμάτρα, ο πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος κυρίως στη βορειοανατολική ακτή. Γύρω από τη Μεντάν, όπου η πυκνότητα φτάνει τους 143 κατ. ανά τ. χλμ., υπάρχει μία προσχωσιγενής πεδιάδα κατάλληλη για γεωργικές και βιομηχανικές καλλιέργειες, ενώ η ομαλότητα της ακτής επιτρέπει τη συγκοινωνία με τη μαλαισιανή χερσόνησο. Η Ιάβα, αντίθετα, παρουσιάζει μία από τις μεγαλύτερες πυκνότητες στον κόσμο, που κυμαίνεται από 678 μέχρι 937 κατ. ανά τ. χλμ. Διάφορες είναι οι αιτίες αυτού του φαινομένου και κυρίως η μορφολογία του νησιού. Καθώς το νησί είναι μακρόστενο, επικοινωνεί από παντού με τη θάλασσα, αφού κανένα σημείο του δεν απέχει περισσότερο από 100 χλμ. Το έδαφος της Ιάβας είναι γόνιμο και οι ακτές της, πλούσιες σε κόλπους, εξυπηρετούν όλες τις δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη θάλασσα και τις ανταλλαγές. Προς τα Α, στα Μικρά Νησιά της Σούνδης, η πυκνότητα είναι πιο χαμηλή. Στο Μπαλί φτάνει τους 500 κατ. ανά τ. χλμ., στα δυτικά νησιά περιορίζεται στους 116 και στα ανατολικά νησιά στους 69, φαινόμενο που οφείλεται στη χειρότερη ποιότητα του εδάφους και στο κλίμα. Τα νησιά Βόρνεο, Κελέβη και Μολούκες παρουσιάζουν ακόμα μικρότερες πυκνότητες, εξαιτίας της απομακρυσμένης γεωγραφικής τους θέσης. Η μέση πυκνότητα του ινδονησιακού τμήματος της Βόρνεο (Καλιμάνταν) είναι 16 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ μειώνεται στους 9 κατ. ανά τ. χλμ. στις ανατολικές περιοχές. Στην Κελέβη, ο πληθυσμός (35 κάτ. ανά τ. χλμ.) είναι συγκεντρωμένος στις προσχωσιγενείς πεδιάδες των χερσονήσων Μακασάρ και Μιναχάσα. Οι Μολούκες έχουν μέση πυκνότητα 22 κατ. ανά τ. χλμ. Για την κατασκευή των σπιτιών τους οι Ινδονήσιοι χρησιμοποιούν τα υλικά που τους προσφέρει το δάσος, ωστόσο δεν υπάρχει ένα τυπικά ινδονησιακό σπίτι. Στη Σουμάτρα τα σπίτια των πληθυσμών Μενανγκαμπάου είναι πολύ ευρύχωρα, υπερυψωμένα κατά 180 εκ. από το έδαφος. Στηρίζονται πάνω σε πασσάλους που φτάνουν μέχρι την οροφή, χωρίζοντας το εσωτερικό σε διάφορους χώρους, ο καθένας από τους οποίους προορίζεται για μία οικογένεια. Κάθε φορά που κάποιος παντρεύεται και αυξάνονται οι οικογενειακοί πυρήνες, προστίθενται καινούργιοι χώροι στο οίκημα. Οι κατοικίες των Μπατάκ είναι και αυτές πολύ ευρύχωρες με ψηλούς τοίχους. Στηρίζονται σε πασσάλους και τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται είναι το ξύλο, το μπαμπού και το άχυρο. Η οροφή είναι πλατιά με μεγάλη κλίση για μεγαλύτερη προστασία από τις βροχές. Στους πληθυσμούς Ατζέχ, το σπίτι παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά, ενώ τα χωριά βρίσκονται πάντοτε κοντά στις παραλίες ή σε δρόμους, αφού οι κάτοικοί τους εκτός από γεωργοί είναι κυρίως ψαράδες και έμποροι. Το χωριό αποτελεί την έκφραση μιας ομαδικής οικονομίας που βασίζεται στη συνεργασία, στην εκμετάλλευση των δασών και στην καλλιέργεια των ορυζώνων. Ο ποταμός είναι η κινητήρια δύναμη της μικρής κοινότητας, επειδή παρέχει το νερό για την άρδευση και τα ψάρια, αλλά και τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Στο κέντρο του χωριού είναι χτισμένα τα πιο σημαντικά σπίτια. Έτσι, για παράδειγμα, στο χωριό των Μενανγκαμπάου τα σπίτια είναι συγκεντρωμένα γύρω από έναν πυρήνα όπου βρίσκονται το μέστζιτ (τζαμί), το μπαλαϊάντα (τόπος συνέλευσης) και το λόμπουγκ-άντατ (κοινή αποθήκη ρυζιού). Το χωριό είναι η μορφή ομαδικής εγκατάστασης και στους πληθυσμούς Νταγιάκων της Βόρνεο και βρίσκεται πάντοτε κατά μήκος του ποταμού, ενώ τα σπίτια είναι κατασκευασμένα πάνω σε ψηλούς πασσάλους για να προφυλάσσονται από τις πλημμύρες. Το κάθε σπίτι είναι κατασκευασμένο κοντά στο άλλο σχηματίζοντας το μακρύ σπίτι, που μπορεί να φτάσει σε μήκος ακόμα και τα 100 μ.Η μεγάλη αγάπη του πληθυσμού της Ι. για τη γη του εμποδίζει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, την εμφάνιση της μορφής της σύγχρονης αστυφιλίας, που είναι εμφανής σε άλλες χώρες, οι οποίες απέκτησαν πρόσφατα την ανεξαρτησία τους. Το ποσοστό της αστικοποίησης παραμένει χαμηλό (28,8% το 1990), το οποίο αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού είναι αρκετά συγκρατημένη. Παρά την τεράστια έκτασή της και τον αρκετά μεγάλο πληθυσμό της, η Ι. έχει σχετικά λίγες πόλεις. Η μικρή γοητεία που έως τώρα ασκούν οι πόλεις στον κόσμο της υπαίθρου οφείλεται επίσης στο εισόδημα των αγροτικών πληθυσμών καθώς και στη συμπαγή κοινωνική δομή τους, που διατηρήθηκε ανέπαφη και εμπόδισε τους κατοίκους της υπαίθρου να γίνουν ένα από τα χαμηλότερα στρώματα του αστικού πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, πολλές πόλεις της Ι. δημιουργήθηκαν από τη συνένωση των καμπόνγκ και δεν παρουσιάζουν τα τυπικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των αστικών συγκροτημάτων. Ο πραγματικός αστικός πληθυσμός δημιουργήθηκε εδώ και λίγα χρόνια από Κινέζους και Ευρωπαίους, που είχαν μονοπωλήσει τις ανώτερες οικονομικές δραστηριότητες, και μόνο πρόσφατα άρχισε η γρήγορη δημιουργία μιας ινδονησιακής αστικής τάξης, κυρίως στην Ιάβα και στη Σούνδη, η οποία ανέλαβε τις πιο σημαντικές και τις οικονομικές δραστηριότητες. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1995, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχα λήμματα): η Ουτζουνγκπαντάνγκ (1.091.800), η Παλεμπάνγκ (1.352.300), η Παντάνγκ (721.500), η Μεντάν (1.909.700), η Μπαντζαρμασίν (534.600), η Μπαντούγκ (2.368.200), η Σεμαράνγκ (1.366.500), η Σουρακάρτα (516.500), η Σουραμπάγια (2.701.300), η πρωτεύουσα Τζακάρτα (9.160.500) και η Τζογκτζακάρτα (419.500).Η οικονομία της χώρας, παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει από τον ανταγωνισμό άλλων μεγάλων κρατών της περιοχής, αναπτύσσεται με ρυθμό 6% τον χρόνο. Ο φυσικός της πλούτος είναι τεράστιος και το εργατικό δυναμικό της αρκετά ειδικευμένο ακόμη και σε θέματα υψηλής τεχνολογίας. Το 1988 εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των εξαγωγών (με την εξαίρεση του πετρελαίου). Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε άλλο πρόγραμμα που είχε στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και τον περιορισμό των ελλειμμάτων, ενώ παράλληλα προγραμματίστηκαν αλλαγές στις τηλεπικοινωνίες, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και γενικά στην παραγωγική δομή της χώρας. Οι παράλληλες προσπάθειες για πάταξη της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας –που ταλαιπωρούν τη χώρα– δεν απέδωσαν αποτελέσματα.
Το ΑΕΠ ήταν 654.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2000 και το κατά κεφαλήν εισόδημα 2.900 δολ., ο πληθωρισμός ανέρχεται στο 9% (2000) και η ανεργία στο 15-20% (1998). Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 54% του ενεργού πληθυσμού, η βιομηχανία και ο τομέας των ορυκτών το 15%, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών το 32% (κυρίως στον τομέα του τουρισμού, ο οποίος αποτελεί σημαντική πηγή συναλλάγματος για τη χώρα). Περίπου το 14% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει η χώρα προέρχεται από επτά υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής, ενώ όλη η υπόλοιπη ενέργεια παράγεται σε θερμοηλεκτρικούς σταθμούς πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα.Η γεωργία παραμένει η βάση του ινδονησιακού οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ασχολείται περίπου ο μισός ενεργός πληθυσμός. Οι γεωργικές δραστηριότητες μπορούν να χωριστούν σε δύο τομείς: αυτόν που αφορά τα εμπορεύσιμα προϊόντα και αυτόν που αφορά τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης. Βασική καλλιέργεια είναι το ρύζι, στην παραγωγή του οποίου η Ι. βρίσκεται στην τρίτη θέση (μετά την Κίνα και την Ινδία) σε παγκόσμια κλίμακα. Οι περιοχές που αξιοποιούνται ως ορυζώνες περιλαμβάνουν όλα τα γεωγραφικά εδάφη της Ιάβας, μερικά τμήματα του πεδινού εδάφους της Σουμάτρας, μέρος των περιοχών που βρίσκονται κοντά στο δέλτα της Βόρνεο και άλλες μεγάλες εκτάσεις των μικρότερων νησιών. Οι ορυζώνες απορροφούν σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού για μια ολόκληρη σειρά από διαδικασίες που απαιτεί η ρυζοκαλλιέργεια. Η παραγωγή ρυζιού ξεπέρασε τα 49 εκατ. τόνους το 2001. Καλλιεργούνται ακόμα η γλυκοπατάτα, το καλαμπόκι, η σόγια, η αραχίδα, τα κηπευτικά και τα οπωροφόρα. Το καλαμπόκι καλλιεργείται κυρίως στην Ιάβα, στη Σουμάτρα και στη Μαντούρα. Όσον αφορά τα βασικά προϊόντα εξαγωγής, η Ι. βρίσκεται στη δεύτερη θέση παραγωγής καουτσούκ (μετά τη Μαλαισία), ακολουθώντας όμως μια καθοδική πορεία που άρχισε πριν από 25 χρόνια (1,3 εκατ. τόνους το 1994). Άλλη βασική καλλιέργεια αποτελεί ο καπνός, από τους πιο καλούς σε ποιότητα και ποικιλία. Οι καλύτερες φυτείες βρίσκονται στην ανατολική και κεντρική Ιάβα και στη βορειοδυτική Σουμάτρα. Ο κοκκοφοίνικας είναι ένα πολύ σημαντικό δέντρο για τους κατοίκους όλων των νησιών, αφού τους δίνει μεγάλο μέρος των προϊόντων για τοπική κατανάλωση και μαζί την κόπρα, που προορίζεται για τη βιομηχανία τροφίμων, σαπουνιού και καλλυντικών. Ο ελαιοφοίνικας (ελαΐς η γουιάνειος) επίσης δίνει ένα περιζήτητο για τη βιομηχανία τροφίμων προϊόν και ευδοκιμεί στα ηφαιστειογενή εδάφη της Σουμάτρας. Άλλα δύο σημαντικά προϊόντα είναι το τσάι και ο καφές. Η ποιότητα του τσαγιού που καλλιεργείται σε φυτείες δεν είναι άριστη, γι’ αυτό καταναλώνεται από τις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες αναμεμειγμένο με άλλες καλύτερες ποιότητες. Ο καφές καλλιεργείται από μικρούς παραγωγούς της περιοχής Λαμπόνγκ στην ανατολική Ιάβα και στις φυτείες της Παλεμπάνγκ και του Πασέμαχ Λαχάτ στη νότια περιοχή της Σουμάτρας. Τα μπαχαρικά για τα οποία φημίζονταν κάποτε οι Μολούκες έχασαν την εμπορική τους αξία και δεν έχουν μεγάλη ζήτηση. Τα σπουδαιότερα από τα μπαχαρικά που παράγονται είναι το πιπέρι, το μοσχοκάρυδο, η κανέλα και η κασία. Σε άνοδο, αντίθετα, βρίσκεται η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου, που φτάνει τους 23,5 εκατ. τόνους (2001). Τεράστιες είναι οι δασικές εκτάσεις, οι οποίες καλύπτουν το 57% του εδάφους. Παρότι μόνο μερικά από τα δέντρα είναι εκμεταλλεύσιμα, η αφθονία του τικ και άλλων σκληρών ξύλων προσφέρει ετησίως 190 εκατ. κ.μ. ξυλείας (2000). Το τικ, που είναι και το σημαντικότερο προϊόν, βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στην Ιάβα και στη Βόρνεο. Καλά σε ποιότητα είναι το μαόνι, ο έβενος και το σάνταλο.Ο χώρος που προσφέρεται για την κτηνοτροφία σε αυτή την πυκνοκατοικημένη χώρα, όπου όλα τα αξιοποιήσιμα εδάφη καλλιεργούνται, είναι πολύ περιορισμένος. Σήμερα τα βοοειδή εκτρέφονται κυρίως στην Ιάβα και στη Μαντούρα, ενώ στο Μπαλί εκτρέφονται και χοίροι, επειδή οι κάτοικοι δεν είναι μουσουλμάνοι. Σε όλες τις περιοχές ρυζοκαλλιέργειας είναι διαδεδομένος ο βούβαλος του νερού, που βοηθά στις σχετικές δουλειές μέσα στα βαλτώδη εδάφη. Σε άνοδο βρίσκεται και η εκτροφή των κατοικίδιων ζώων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η επεξεργασία και η εξαγωγή δερμάτων κροκοδείλου και φιδιού. Σταθερή είναι η συμβολή της αλιείας στις ανάγκες διατροφής (4,4 εκατ. τόνοι το 1997). Ο τόνος ψαρεύεται σε μεγάλες ποσότητες στα ανοιχτά της Ιάβας, της Σουμάτρας, της Κελέβης και των Μολούκων, ενώ σημαντικά για την αλιεία είναι το τρεπάνγκ (ολοθουρία), που αποξηραίνεται πριν διοχετευθεί στην αγορά. Ακόμα, στους ορυζώνες εκτρέφεται και ο κυπρίνος. Η βιομηχανία μαργαριταριών άρχισε και αυτή να αποκτά κάποια σπουδαιότητα μετά τη δημιουργία μεγάλων λιβαδιών για μαργαριτάρια στο νησί Μπουτούνγκ.Νεολιθική περίοδος. Κατοικημένη από την αρχαιότητα, η Ι. κατά τη νεολιθική εποχή υπήρξε ο στόχος μεγάλων και διαδοχικών μεταναστευτικών ρευμάτων, προερχόμενων από τη χερσόνησο της Μαλάκα. Ο σημαντικότερος από τους πληθυσμούς που έφτασαν εκεί ήταν οι Μαλαίσιοι (3000-1500 π.Χ.), που κατέκλυσαν το αρχιπέλαγος και είναι μέχρι σήμερα αυτοί που καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας των Ινδονησίων. Κατά το δεύτερο μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. ομάδες μεταναστών έφεραν στην Ι. τις τεχνικές επεξεργασίας ορειχάλκου και σιδήρου. Από τις λίγες πηγές που διασώζονται είναι ενδεικτικό ότι η κοινωνία, που αναπτύχθηκε αυτόνομα στην Ι. κατά τους πρώτους αιώνες της εποχής μας, χαρακτηριζόταν από τη σπουδαιότητα που είχε το χωριό και από τη δύναμη του βασιλιά, ο οποίος μπορούσε να ελέγχει μία μικρή ή μεγάλη περιφέρεια και συγκέντρωνε στην αυλή του την πολιτική και οικονομική εξουσία.
Ινδουιστική περίοδος. Μια κοινωνία αυτού του τύπου πρέπει να ήταν αρκετά ανεπτυγμένη ανάμεσα στον 4ο και στον 7ο αι. μ.Χ., όταν ήρθε σε επαφή με τον πολιτισμό και τη θρησκεία της Ινδίας. Υιοθέτησε τον εκλεπτυσμένο ινδικό πολιτισμό, τη λατρεία του Σίβα και αργότερα τις μορφές βουδισμού που είχαν επικρατήσει στην Ινδία. Όσον αφορά την οικονομία, ενώ τα βασίλεια της Ιάβας βασίζονταν στη γεωργία του νησιού, τα βασίλεια της Σουμάτρας συγκέντρωναν τις δραστηριότητές τους στη θάλασσα. Από αυτά διακρίθηκε το βασίλειο των Σριβιτζάγια, το οποίο στα τέλη του 7ου αι. μ.Χ. αποτελούσε το κέντρο διάδοσης του βουδισμού και κρατούσε υπό την επιρροή του τη Μαλαισιανή χερσόνησο και μεγάλο μέρος του ινδονησιακού αρχιπελάγους. Προφανώς η επίδραση των Σριβιτζάγια, που ήταν καθοριστική για τη Σουμάτρα από τον 8ο αι. μ.Χ., εξαπλώθηκε και στην Ιάβα τον 9ο αι. μ.Χ., μετά τους γάμους και τις συμμαχίες τους με τους Σαϊλέντρα. Αυτοί είχαν υιοθετήσει μια πολιτική θαλάσσιου επεκτατισμού και ήταν οπαδοί του βουδισμού Μαχαγιάνα.
Παρά τη συμμαχία ανάμεσα στους Σαϊλέντρα και στους Σριβιτζάγια, το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Ιάβας μετατοπιζόταν προς τα Α, ενώ συγχρόνως άρχιζε να επικρατεί το τοπικό στοιχείο. Στο μεταξύ, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται στην Ιάβα σοβαρά προβλήματα, εξαιτίας της διαμάχης ανάμεσα στα βασίλεια και στις δυναστείες, που μερικές φορές έρχονταν σε ανοιχτό ανταγωνισμό και με τους Σριβιτζάγια της Σουμάτρας. Τη δύσκολη εκείνη περίοδο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η επίθεση (992) του Δαρμαβάνγκσα, του πρώτου βασιλιά της ανατολικής Ιάβας, εναντίον του βασιλείου της Σουμάτρας, με ατυχή για την Ιάβα κατάληξη. Έπειτα από μια σύντομη ανακωχή, οι διαμάχες ανάμεσα στα δύο βασίλεια ξανάρχισαν. Στην Ιάβα βασιλιάς αυτή τη φορά ήταν ο Αϊρλάνγκα, που ανήλθε στον θρόνο το 1006. Αφού έγινε άρχοντας ολόκληρης της Ιάβας, το 1035 κατόρθωσε να μοιράσει τις σφαίρες επιρροής στο αρχιπέλαγος, ανάμεσα στη Σουμάτρα, που έλεγχε το δυτικό μέρος της Μαλαισιανής χερσονήσου, και στην Ιάβα, που άρχισε να επεκτείνεται προς την ανατολή.
Τα πλούσια γεωργικά εδάφη της κεντροανατολικής Ιάβας έμελλε να δεχτούν έναν ακόμα τυπικά φεουδαρχικό κατακερματισμό και, μετά τον θάνατο του Αϊρλάνγκα, να γνωρίσουν το βασίλειο των Καντήρων και των Τζανγκάλα.
Μία ακόμα προσπάθεια ενοποίησης έγινε από τον Κεν Ανγκρόκ, η οποία το 1222 είχε επιτυχή έκβαση στο ανατολικό τμήμα της Ιάβας. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις για το βασίλειο του Σινγκασάρι που αναπτύχθηκε τον 13ο αι.
Στο μεταξύ στη Σουμάτρα το βασίλειο των Σριβιτζάγια διερχόταν κρίση και στο τέλος του 13ου αι., αφού έχασε τη χερσόνησο της Μαλάκα από μια επίθεση του Σιάμ, αποδυναμώθηκε εντελώς και υποτάχθηκε στον βασιλιά της Ιάβας, Κερταναγκάρα, ο οποίος από το 1275 μέχρι το 1290 έλεγχε την Ιάβα, τη Σουμάτρα, τη Μαντούρα και άλλα ανατολικά νησιά.
Ο Κερταναγκάρα, όμως, δεν είχε απόλυτη επιτυχία ούτε στον εσωτερικό επεκτατισμό ούτε στις στρατηγικές του προσπάθειες εναντίον των Μογγόλων. Το 1292 εξόπλισε έναν στόλο με σκοπό να ολοκληρώσει την υποδούλωση του αρχιπελάγους. Μόλις όμως οι βασιλικές δυνάμεις αναχώρησαν, ένα μέρος των υποτελών της Ιάβας επαναστάτησε και κατόρθωσε να καταλάβει την πρωτεύουσα και να σκοτώσει τον Κερταναγκάρα. Έτσι, όταν το 1293 ο μογγολικός στόλος του Κουμπλάι Χαν έφτασε στα ανοιχτά της Ιάβας, οι δυνατότητες της ινδονησιακής αντίστασης ήταν μειωμένες. Η αριστοκρατία όμως που καταγόταν από τον Κερταναγκάρα, με αρχηγό τον γαμπρό του, Βιτζάγια, επωφελήθηκε από την ίδια την παρουσία των επιδρομέων για να νικήσει τον δολοφόνο και διάδοχο του Κερταναγκάρα, Τζαγιακατβάνγκ, βασιλιά των Καντήρων. Έπειτα από αυτό ο Βιτζάγια εξαπέλυσε νικηφόρο πόλεμο κατά των Μογγόλων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Ο Βιτζάγια ίδρυσε το 1294 το τελευταίο μεγάλο βασίλειο της ινδονησιακής ιστορίας, που πήρε την ονομασία της πρωτεύουσας Ματζαπαχίτ. Εξαιρετική υπήρξε σε αυτή την περίοδο η ανάπτυξη των ναυτικών τεχνικών, που έκαναν την αυτοκρατορία Ματζαπαχίτ μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές δυνάμεις της ασιατικής ιστορίας και μετέτρεψαν τον στόλο σε κύριο όργανο εξουσίας και ενότητας. Η ελαστικότητα των δεσμών στο εσωτερικό της χώρας ήταν εμφανής από την περίοδο της βασιλείας του Βιτζάγια, που πέθανε το 1309, αλλά έγινε αιτία σοβαρής κρίσης με τη βασιλεία του γιου του, Τζαγιαναγκάρα. Ο Γκατζάχ Μάντα, ο οποίος το 1331 ανέλαβε τα καθήκοντα παντοδύναμου πρωθυπουργού, υπήρξε η πιο μεγάλη πολιτική μορφή της αρχαίας Ι. Σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας του, ο Γκατζάχ Μάντα ακολούθησε συστηματικά πολιτική επεκτατισμού και ενότητας του αρχιπελάγους, καθυποτάσσοντας στους δεσμούς της αυτοκρατορίας Ματζαπαχίτ αρχικά ολόκληρη την Ιάβα και κατόπιν το Μπαλί, τη Σούνδη, τη Μαλαισία και τη Σουμάτρα. Ο βασιλιάς Χαγιάμ Βουρούκ (1350-89) συνέχισε το έργο του Γκατζάχ Μάντα με επιτυχία. Μετά τον θάνατό του άρχισαν οι διαμάχες για τη διαδοχή του θρόνου, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα μια σοβαρή πολιτική κρίση. Η αυτοκρατορία των Ματζαπαχίτ έδυσε για πάντα στο τέλος του 15ου αι.
Η επικράτηση του ισλαμισμού. Η πραγματική αιτία της οριστικής πτώσης του τελευταίου ιαβαϊκού βασιλείου υπήρξε, ωστόσο, η βαθμιαία και ειρηνική διείσδυση του ισλαμισμού. Οι λόγοι καθιέρωσής του στην Ι. ήταν κυρίως κοινωνικοί. Η παραδοσιακή αριστοκρατική δομή των ινδουιστικών βασιλείων, που χώριζαν τον πληθυσμό σε δύο τάξεις, των αγροτών και των αρχόντων, δεν ανταποκρινόταν πια στις απαιτήσεις της νέας μορφής του διεθνούς εμπορίου. Τα μουσουλμανικά βασίλεια που άρχισαν να σχηματίζονται στις παραλιακές ζώνες ήταν προσανατολισμένα προς το διεθνές εμπόριο και μπορούσαν να βασίζονται σε μεγαλύτερη πολιτική και πολιτιστική σταθερότητα. Αυτό όμως που στην ουσία επηρέασε καθοριστικά την ινδονησιακή ιστορία ήταν η σύγκρουσή της με την ευρωπαϊκή κοινωνία.
Πορτογαλική επίδραση. Οι Πορτογάλοι προηγήθηκαν από τους άλλους Ευρωπαίους στην προσπάθεια ελέγχου της Ι. και της μονοπώλησης των μπαχαρικών. Το 1512 έφτασαν στις Μολούκες, όπου καθυπέταξαν τον σουλτάνο. Ακολούθησαν μακροχρόνιοι αγώνες με τους Ισπανούς, οι οποίοι το 1520 υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στην Ι. Οι Πορτογάλοι, αφού μάταια επιχείρησαν να υποτάξουν όλα τα ινδονησιακά βασίλεια, υπέγραψαν εμπορικές συμφωνίες με τα πιο ισχυρά από αυτά. Έτσι απέκτησαν το μονοπώλιο των μπαχαρικών από τον σουλτάνο του Ατζέχ στη Σουμάτρα, από τα βασίλεια των Μπαντάμ και Ντεμάκ στην Ιάβα και από τον σουλτάνο του Τερνατέ στις Μολούκες.
Η ολλανδική κυριαρχία. Στο τέλος του αιώνα η κατάσταση άλλαξε ριζικά εξαιτίας της επέμβασης των Ολλανδών, που από το 1602 είχαν ιδρύσει την ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών. Αρχικά οι ολλανδοί αποσκοπούσαν κυρίως στον παραγκωνισμό των Πορτογάλων. Ύστερα από μια επιτυχή αποστολή εναντίον των Πορτογάλων στις Μολούκες το 1605, οι Ολλανδοί κατέλαβαν μερικά νησιά, ενώ εγκαθίδρυσαν μια σειρά ενισχυμένων οχυρών στα μεγαλύτερα από αυτά. Όταν το 1641 το οχυρό των Πορτογάλων στη χερσόνησο της Μαλάκα περιήλθε στην Εταιρεία, η ολλανδική εξουσία οριστικοποιήθηκε.
Στο μεταξύ, τα ινδονησιακά κράτη, παρά το γεγονός ότι έμειναν ανεξάρτητα, κατέληξαν να ελέγχονται όλο και πιο άμεσα από τους Ολλανδούς. Ο βασιλιάς της Ιάβας, Αγκούνγκ (1613-45), του βασιλείου Ματαράμ, κήρυξε πόλεμο εναντίον των Ολλανδών, αλλά μετά την ειρήνη του 1646 οι Ματαράμ, υπό τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις των Ολλανδών, υποχρεώθηκαν να περιοριστούν στις εσωτερικές περιοχές της Ιάβας, όπου δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται εναντίον τους από το 1749 έως το 1757.
Αυτοί οι αγώνες έδωσαν την ευκαιρία στους Ολλανδούς να επέμβουν πάλι και να διαιρέσουν το βασίλειο του Ματαράμ σε δύο υποτυπώδη σουλτανάτα, το Τζογκτζακάρτα και το Σουρακάρτα. Αυτή την περίοδο, ο ολλανδικός έλεγχος στη Σουμάτρα, όπου η Εταιρεία αρκέστηκε στις παραλιακές ζώνες, ήταν έμμεσος, ενώ είχε καθιερωθεί απόλυτα στην ανατολική Ι. και ιδιαίτερα στις Μολούκες, στην Μπάντα, στην Αμποΐνα και στα άλλα μικρότερα νησιά παραγωγής μπαχαρικών. Παρά την επιτυχία των ολλανδικών επιχειρήσεων, όμως, η Εταιρεία στο δεύτερο μισό του 18ου αι. αντιμετώπισε μια περίοδο κρίσης. Τα οικονομικά, διοικητικά, πατριωτικά και πολιτικά προβλήματα που εμφανίζονταν στο πολύπλοκο έργο εξουσίας πάνω σε ένα τόσο εκτεταμένο κράτος υπερέβαιναν τις δυνατότητες της Εταιρείας. Σε αυτά προστέθηκε και η γενική κρίση της ολλανδικής Εταιρείας, που δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη μεταβατική φάση από τον εμπορικό καπιταλισμό στην αναγκαία βιομηχανική ανάπτυξη. Έτσι, μπροστά στην αυξανόμενη δύναμη της βιομηχανικής Αγγλίας, η Ολλανδία έπρεπε να παραχωρήσει σταδιακά την ηγεμονία της νοτιοανατολικής Ασίας, κυρίως μετά την αγγλο-ολλανδική συμφωνία του 1789, που υποχρέωσε την Ολλανδία να αναγνωρίσει ελευθερία πλεύσης των Βρετανών σε όλες τις θάλασσες.
Μετά τη Γαλλική επανάσταση και τον σχηματισμό της Βαταβικής δημοκρατίας το 1795 στην Ολλανδία, η Εταιρεία διαλύθηκε εξαιτίας των οφειλών της. Η Βαταβική δημοκρατία έστειλε στο αρχιπέλαγος τον κυβερνήτη Χ. Βίλελμ Ντάεντελς (1808-11), η πολιτική του οποίου γρήγορα συγκρούστηκε με την αντίστοιχη βρετανική. Η δράση των βρετανικών δυνάμεων και μία σειρά επαναστάσεων των Ινδονησίων έφεραν την οριστική πτώση της ολλανδικής εξουσίας, το 1811.
Αναβίωση του ολλανδικού αποικισμού. Η βρετανική εξουσία υπήρξε μόνο μια σύντομη μεσοβασιλεία. Με τις διαδοχικές συνθήκες του 1814 και του 1824 το Λονδίνο αναγνώρισε την επιστροφή της Ι. στις Κάτω Χώρες.
Η αποκατάσταση, όμως, της παλιάς εξουσίας δεν ήταν εύκολη και οι Κάτω Χώρες θεώρησαν αναγκαίο να πραγματοποιήσουν ριζικές μεταρρυθμίσεις στον πολιτικό και στον οικονομικό τομέα. Την απάντηση έδωσε η σύνθεση διαφόρων μεθόδων, που είχαν εφαρμόσει πρώτα η Εταιρεία και αργότερα οι Ντάεντελς και Ραφλς, όπως τις εισήγαγε ο κυβερνήτης Γιοχάνες Βαν ντεν Μπος, γνωστές με την ονομασία σύστημα των καλλιεργειών. Σύμφωνα με αυτό, κάθε χωριό ήταν υποχρεωμένο να αφήνει θεωρητικά το 1/5, αλλά ουσιαστικά πολύ περισσότερο, των καλλιεργήσιμων εδαφών του στη διάθεση της ολλανδικής κυβέρνησης, που καλλιεργούσε προϊόντα εξαγωγής (τσάι, καφέ, καπνό, κινίνο, ζαχαροκάλαμο κλπ.).
Μετά το 1860 όμως τόσο οι οικονομικοπολιτικές πιέσεις που προέρχονταν από την ίδια τη μητρόπολη όσο και η κατάργηση της δουλείας και η ανεπάρκεια παραγωγής οδήγησαν στην κρίση του συστήματος των καλλιεργειών, που αντικαταστάθηκε από τις φυτείες.
Οι φυτείες στις ζώνες που θεωρούνταν ακαλλιέργητες ενοικιάζονταν σε Ευρωπαίους ιδιώτες, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές τις διέθεταν στους ιθαγενείς χωρικούς, που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο. Από το 1870 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν να αναπτύσσονται οι ιδιωτικές επενδύσεις και να εντείνεται το ενδιαφέρον των μεγάλων τραπεζών για την ανάπτυξη νέων πηγών του αρχιπελάγους. Σε αυτή τη νέα οικονομική φάση αντέδρασε και η ολλανδική κυβέρνηση, η οποία αποφάσισε και πραγματοποίησε την άμεση υποδούλωση του ινδονησιακού εδάφους, που από τότε έχασε κάθε δικαίωμα πολιτικών ή οικονομικών επιλογών.
Εθνικά κινήματα. Το κίνημα εθνικής αναγέννησης και αντίστασης στον ξένο επεκτατισμό, που εκδηλώθηκε στις αρχές του 20ού αι. σε ολόκληρη την Ασία, βρήκε στην Ι. ένα από τα σημαντικότερα κέντρα ανάπτυξης. Τα πρώτα σκιρτήματα του κινήματος της εθνικής αναγέννησης έκαναν την εμφάνισή τους στον πολιτιστικό τομέα με τη φροντίδα της πριγκίπισσας Καρτίνι. Το 1908 σχηματίστηκε ο σύλλογος διανοουμένων και κατωτέρων υπαλλήλων με την ονομασία Μπούντι Ουτόμο. Κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα είχε ο σύλλογος Σαρεκάτ Ισλάμ, που ιδρύθηκε τρία χρόνια αργότερα και ένωσε υπό την ισλαμική θρησκεία τους βιοτέχνες εναντίον του ανταγωνισμού του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και του κινεζικού εμπορίου.
Η ολλανδική κυβέρνηση κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την κατάπνιξη αυτών των εθνικών κινημάτων, ακόμα και όταν έπαιρναν χαρακτήρα καθαρά θρησκευτικό ή πολιτιστικό. Η αφύπνιση όμως είχε ξεκινήσει. Μεταξύ 1926 και 1927 στην Ιάβα και σε ένα τμήμα της Σουμάτρας αναπτύχθηκε η δράση του κομουνιστικού κινήματος, που καταπνίγηκε όμως βίαια. Από τότε άρχισε να εφαρμόζεται μια σκληρή πολιτική απέναντι στους αντιφρονούντες. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια άρχισαν να κινητοποιούνται οι μικροαστοί και οι καταπιεζόμενοι φοιτητές και το καλοκαίρι του 1927 δημιουργήθηκε το Εθνικιστικό Ινδονησιακό Κόμμα με αρχηγό τον Σουκάρνο, που με το σύνθημα «μία πατρίδα, μία γλώσσα, μία σημαία» ορκιζόταν ότι θα έφερνε την ανεξαρτησία στην Ι.
Η ιαπωνική εισβολή. Τη γενική κρίση της ολλανδικής εξουσίας ήρθε να οριστικοποιήσει, το 1942, η ιαπωνική εισβολή. Οι εθνικές ομάδες χωρίστηκαν. Τα ισλαμικά κινήματα, με επικεφαλής τον Σουκάρνο και τον Χάτα, προσπάθησαν να επωφεληθούν από την παρουσία των Ιαπώνων και συνεργαζόμενα με αυτούς να απομακρύνουν οριστικά τους Ολλανδούς, ενώ σοσιαλιστικές και κομουνιστικές ομάδες αντιτάχθηκαν στην ιαπωνική εισβολή. Τα δύο ρεύματα ενώθηκαν ξανά σε ένα μεγάλο επαναστατικό, εθνικό και ανανεωτικό κίνημα μετά την ήττα των Ιαπώνων, το 1945.
Η ανεξαρτησία. Στις 17 Αυγούστου 1945, ο Σουκάρνο ανακήρυξε στην Μπατάβια –που πήρε την παλιά ονομασία της, Τζακάρτα– την Ινδονησιακή Δημοκρατία, ενωμένη, ανεξάρτητη και δημοκρατική, με πρώτο πρόεδρό της τον ίδιο. Αλλά η δημοκρατία έπρεπε σύντομα να οργανώσει την αντίστασή της εναντίον της νέας, ένοπλης αυτή τη φορά, ολλανδικής προσπάθειας για την ανάκτηση της εξουσίας στην Ι.
Περίοδοι πολέμων και διαπραγματεύσεων διαδέχονταν η μία την άλλη. Η διεθνής όμως κατάσταση δεν ευνοούσε πια τους Ολλανδούς. Τα Ηνωμένα Έθνη, υπό την πίεση της ΕΣΣΔ, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ αναγκάστηκαν να μεσολαβήσουν και στο τέλος του 1949 οι Κάτω Χώρες υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία της Ι. σε ολόκληρο το αρχιπέλαγος, με αντάλλαγμα την αναγνώριση της οικονομικής θέσης και των συμφερόντων των ιδιωτών και του ολλανδικού κράτους. Έτσι αποκαταστάθηκε η ινδονησιακή ανεξαρτησία, κυρίως μετά το 1950, όταν καταργήθηκε το φεουδαρχικό σύστημα και αποκαταστάθηκε το καθεστώς του Σουκάρνο.
Το πολιτικό καθεστώς εφάρμοσε μια πολιτική συμμαχίας ανάμεσα στις μουσουλμανικές, στις σοσιαλδημοκρατικές και στις εθνικιστικές ομάδες και μια πολιτική αυστηρού αποκλεισμού των κομουνιστών. Από το 1954, όμως, άρχισε να κερδίζει έδαφος η τάση μιας ομάδας εθνικιστών, κυρίως του Σουκάρνο, να συμπεριλάβουν ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και το Κομουνιστικό Κόμμα, που κέρδισε μεγάλο ποσοστό στις εκλογές του 1955 και είχε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο στις εκλογές του 1957. Οι αριστερές τάσεις της ομάδας του Σουκάρνο προκάλεσαν βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά του μουσουλμανικού κόμματος Μαστζούμι και των σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι το 1958 ηγήθηκαν ένοπλης εξέγερσης εναντίον της κυβέρνησης. Για να απαντήσει στο πραξικόπημα ο Σουκάρνο το 1959 κατήργησε το προσωρινό σύνταγμα του 1950, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερες εξουσίες.
Συμμαχία εθνικιστών και κομουνιστών. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά και ως απάντηση στις πιέσεις που ασκούσαν κυρίως οι ΗΠΑ εναντίον της πολιτικής του Σουκάρνο, η ινδονησιακή κυβέρνηση, από το 1960 μέχρι το 1965, σκλήρυνε ακόμα περισσότερο τη στάση της απέναντι στους Δυτικούς. Έδωσε προτεραιότητα σε προβλήματα διεθνούς επιπέδου και ανέβαλε τις ριζικές κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό όμως υπήρξε και η ρίζα της ουσιαστικής αδυναμίας του πολιτικού οικοδομήματος του Σουκάρνο.
Έτσι, αυτό το οικοδόμημα σύντομα υπονομεύθηκε, επειδή ήταν αδύνατον να ανατραπεί χωρίς επώδυνα ρήγματα η εύθραυστη ισορροπία που είχε διατηρηθεί μέχρι τότε ανάμεσα στη στρατιωτική ιεραρχία (που ήταν αντίθετη με τη συμμετοχή των μαζών στην εξουσία), τους ισλαμικούς κύκλους (που ήταν αποφασισμένοι να αντιταχθούν σε οποιαδήποτε αγροτική μεταρρύθμιση), τους εθνικιστές διανοούμενους (που μέχρι τότε είχαν μονοπωλήσει την εξουσία) και τους κομουνιστές (που ήταν ανίκανοι να διεκδικήσουν μια θέση πραγματικού ελέγχου).
Η ένταση ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις κλιμακώθηκε σημαντικά το καλοκαίρι του 1963, εξαιτίας της αυξανόμενης οικονομικής κρίσης και της δημιουργίας στην Ιάβα αγροτικών οργανώσεων που ελέγχονταν από τους κομουνιστές. Σε αυτές τις γεωργικές οργανώσεις αντιτάχθηκαν ένοπλες ισλαμικές ομάδες, ενώ οι στρατιωτικοί πίεζαν τον Σουκάρνο να μη δώσει όπλα στον λαϊκό στρατό, ο οποίος συγκροτούσε το Κομουνιστικό Κόμμα στα χωριά.
Το πρόβλημα διανομής όπλων στις επαναστατικές δυνάμεις βρισκόταν στο επίκεντρο ενός πολύπλοκου πολιτικού παιχνιδιού, όταν εμφανίστηκε μια άλλη μορφή κρίσης που πιθανότατα προερχόταν από τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ανώτερες στρατιωτικές τάξεις και στις στρατιωτικές ομάδες του Σουκάρνο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1965 οπαδοί του Σουκάρνο αποπειράθηκαν να κάνουν πραξικόπημα και δολοφόνησαν ορισμένους ανώτατους αξιωματικούς. Η απάντηση των φιλοδυτικών στρατιωτικών, που υποστηρίζονταν από τις οργανωμένες δυνάμεις του Ισλάμ και από το αντικομουνιστικό και αντικινεζικό κίνημα των φοιτητών, ήταν βίαιη και οδήγησε, το φθινόπωρο του 1965, στη μαζική εξόντωση μεγάλου μέρους των κομουνιστών με περισσότερες από 300.000 εκτελέσεις.
Η πτώση του Σουκάρνο και η κρίση του Τιμόρ. Η αποτυχία της αριστεράς το 1965 και η σφαγή των κομουνιστών έφεραν σε αδιέξοδο τον Σουκάρνο. Προσπάθησε μάλιστα για μερικούς μήνες να διατηρήσει τη θέση του παραχωρώντας μέρος της εξουσίας του στους φιλοδυτικούς στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί όμως συνέχιζαν να διαβρώνουν το καθεστώς του Σουκάρνο, ο οποίος, χωρίς την υποστήριξη της αριστεράς, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να αποχωρήσει στις 12 Μαρτίου 1966. Από τότε άρχισε μια ατέλειωτη μάχη των στρατιωτικών, των ισλαμικών και των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων για την ολοκληρωτική εξουδετέρωση του Σουκάρνο και την εξάλειψη του γοήτρου του ως πατέρα της πατρίδας. Τον Μάρτιο του 1968 το συμβούλιο του λαού εξέλεξε τον στρατηγό Σουχάρτο πρόεδρο της δημοκρατίας και του έδωσε απεριόριστες εξουσίες για να διεξάγει τη μάχη εναντίον του κομουνισμού, της γραφειοκρατικής διαφθοράς και των παραβάσεων του συντάγματος και της εθνικής ιδεολογίας.
Στο διεθνές επίπεδο η Ι. ενεπλάκη το 1964 και το 1965 σε στρατιωτικές επιδρομές κατά της Μαλαισίας, αμέσως μετά την ανεξαρτησία της από τη Βρετανική αυτοκρατορία, επειδή διαφωνούσε με τους όρους σχηματισμού του νέου κράτους. Το πρόβλημα έληξε με ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών το 1996. Το 1975 η Ι. μεσολάβησε για την επίλυση της κρίσης του Τιμόρ, πορτογαλικής αποικίας από το 1586. Μετά την απομάκρυνση των Πορτογάλων από το ανατολικό τμήμα του νησιού, το Επαναστατικό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Τιμόρ διακήρυξε, στις 28 Νοεμβρίου 1975, την εδαφική ανεξαρτησία του νησιού, το οποίο, ωστόσο, δεν άργησε να καταληφθεί, στις 7 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, από τα ινδονησιακά στρατεύματα. Η προσφυγή της Κίνας και της Πορτογαλίας στον ΟΗΕ δεν έφεραν αποτελέσματα και, μετά την εγκαθίδρυση ενός φιλοϊνδονησιακού καθεστώτος, η Ι., στις 29 Ιουνίου 1976, ανακοίνωσε την προσάρτηση του Ανατολικού Τιμόρ.
Υπό την ηγεσία του Σουχάρτο, ο οποίος επανεξελέγη πρόεδρος το 1973, η πραγματική εξουσία περιήλθε σε μια μικρή ομάδα αξιωματικών του στρατού και στις υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας. Τα κινήματα της αριστεράς τέθηκαν εκτός νόμου και υιοθετήθηκε φιλελεύθερη οικονομική πολιτική. Στις εκλογές του 1977, το κόμμα Γκολκάρ, το οποίο ιδρύθηκε από την κυβέρνηση του Σουχάρτο, κέρδισε την πλειοψηφία και εκείνος επανεξελέγη πρόεδρος το 1978. Παρά τις επικρίσεις κατά της κυβέρνησης, ιδιαίτερα με ένα υπόμνημα που υπέγραψαν 50 προσωπικότητες το 1980, το Γκολκάρ αύξησε την πλειοψηφία του το 1982 και ο Σουχάρτο επανεξελέγη τον επόμενο χρόνο χωρίς αντίπαλο.
Κατά τη διάρκεια του 1984 η προσπάθεια του Σουχάρτο να εισάγει νομοθεσία σύμφωνα με την οποία όλες οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές οργανώσεις έπρεπε να υιοθετήσουν την επίσημη κρατική φιλοσοφία ως τη μόνη ιδεολογία τους συνάντησε αντιδράσεις. Διαδηλώσεις και εκρήξεις βομβών σημειώθηκαν στην πρωτεύουσα Τζακάρτα. Οι ενέργειες αυτές αποδόθηκαν σε μουσουλμάνους, αντιπάλους της νομοθεσίας αυτής, και οδήγησαν σε μαζικές συλλήψεις και καταδίκες. Ένας νέος νόμος που αφορούσε τις μαζικές οργανώσεις υιοθετήθηκε το 1985 και όλα τα πολιτικά κόμματα υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν την επίσημη κρατική φιλοσοφία. Στις εκλογές του 1987 το Γκολκάρ κέρδισε πάλι την πλειοψηφία σε όλες τις επαρχίες της Ι., παρά τις συνεχείς διεθνείς καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στις αρχές του 1989 σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και των χωρικών για θέματα που αφορούσαν την απαλλοτρίωση της γης. Επίσης πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες φοιτητικές διαδηλώσεις σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη απόδοση αποζημίωσης στους αγρότες που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τη γη τους. Ταυτόχρονα μια ομάδα προσωπικοτήτων, ανάμεσα στις οποίες πολλοί από εκείνους που είχαν υπογράψει το υπόμνημα των 50, ζήτησε δημοσίως από τον Σουχάρτο να αποσυρθεί από την προεδρία και να επιτρέψει περισσότερη δημοκρατία στην Ι. Το 1991 εμφανίστηκαν ορισμένες νέες οργανώσεις στο πλαίσιο των αυξανόμενων αιτημάτων για πολιτική φιλελευθεροποίηση. Ανάμεσα σε αυτές ήταν το Δημοκρατικό Φόρουμ, με επικεφαλής τον πρόεδρο της μεγαλύτερης ισλαμικής οργάνωσης της Ι., και η πιο ριζοσπαστική Ένωση για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ένας απόστρατος στρατηγός ίδρυσε τα Φόρουμ για την Κάθαρση της Λαϊκής Κυριαρχίας. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε με συλλήψεις και καταστολή τα δραστήρια στελέχη των νέων κομμάτων και στην προσπάθειά της να ελέγξει τη φοιτητική αναταραχή απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις.
Κατά την προεκλογική περίοδο του 1992 τα πολιτικά κόμματα αντιμετώπισαν μια σειρά απαγορεύσεων, που περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη δράση τους. Ωστόσο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αξιοποίησαν την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ταχύτατα επεκτεινόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα των παιδιών του Σουχάρτο. Στις εκλογές το Γκολκάρ εξασφάλισε πάλι την πλειοψηφία των εδρών, ενώ το Ενιαίο Κόμμα της Ανάπτυξης και το Ινδονησιακό Δημοκρατικό Κόμμα αύξησαν ελάχιστα τη δύναμή τους.
Τον Οκτώβριο του 1992 όλα τα κόμματα ζήτησαν από τον Σουχάρτο να είναι υποψήφιος πρόεδρος για έκτη φορά στις εκλογές του 1993. Η προσοχή στράφηκε στη θέση του αντιπροέδρου, που υπολογιζόταν ότι θα ήταν διάδοχος του Σουχάρτο, ο οποίος αναμενόταν να αποσυρθεί το 1998. Όλα τα κόμματα, αλλά και ο ίδιος ο Σουχάρτο, υπέδειξαν ως υποψήφιο αντιπρόεδρο τον Σουτρίσνο, ο οποίος εξελέγη εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερή θέση του στρατού στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η νέα κυβέρνηση του Σουχάρτο σχηματίστηκε στα τέλη του 1993.
Τον Οκτώβριο του 1993, στο συνέδριο του κυβερνητικού κόμματος, ο υπουργός Πληροφοριών Χαρμόκο ήταν ο πρώτος πολιτικός που εξελέγη πρόεδρος του Γκολκάρ με την υποστήριξη του Σουχάρτο. Ένας στρατηγός εξελέγη γενικός γραμματέας του κόμματος. Στο ίδιο συνέδριο ο γιος και η κόρη του Σουχάρτο εξελέγησαν σε ηγετικές θέσεις. Την ίδια περίοδο ένα έκτακτο συνέδριο του Ινδονησιακού Δημοκρατικού Κόμματος έληξε υπό τις κυβερνητικές πιέσεις χωρίς να εκλέξει νέα ηγεσία. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση διέταξε τη διεξαγωγή νέου συνεδρίου, στο οποίο εξελέγη πρόεδρος του Ινδονησιακού Δημοκρατικού Κόμματος η Μεγκαβάτι Σουκαρνοπούτρι, κόρη του πρώην προέδρου Σουκάρνο.
Στα τέλη του 1993 οι δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν τέσσερις διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για την κατασκευή ενός φράγματος και για πρώτη φορά τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα των μουσουλμάνων, καταδίκασαν την κυβέρνηση. Η αύξηση της επιρροής των μουσουλμάνων φάνηκε καθαρά στις μεγάλες διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας, με αίτημα την κατάργηση του κρατικού λαχείου, κάτι το οποίο τελικά επιτεύχθηκε. Κατά την περίοδο αυτή οι ΗΠΑ άσκησαν πιέσεις στην Ι. να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των εργαζομένων, απειλώντας με εμπορικές κυρώσεις. Η κυβέρνηση της Ι. υιοθέτησε νέα εργατική νομοθεσία, αυξάνοντας το ελάχιστο ημερομίσθιο και καταργώντας τη νομοθεσία που επέτρεπε την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων στις εργατικές διαφορές. Στις αρχές του 1994 σημειώθηκαν μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις και περισσότεροι από 100.000 εργάτες έλαβαν μέρος σε απεργία με αίτημα την απελευθέρωση συλληφθέντων συνδικαλιστών.
Τον Μάρτιο του 1994 ο Σουχάρτο ανακοίνωσε ότι θα εγκατέλειπε την προεδρία το 1998, όταν θα έληγε δηλαδή η έκτη πεντάχρονη θητεία του στη θέση αυτή, χωρίς να ορίσει διάδοχo. Λίγους μήνες μετά, όταν τρία μεγάλα περιοδικά απαγορεύτηκαν, επειδή υποτίθεται ότι παραβίασαν τους κανόνες της εθνικής ασφάλειας και τον κώδικα δεοντολογίας, οι διακηρύξεις της κυβέρνησης για πιο φιλελεύθερη πολιτική αμφισβητήθηκαν. Ο ουσιαστικός λόγος όμως ήταν ότι τα περιοδικά αποκάλυψαν τη διαμάχη που μαινόταν σε κυβερνητικό επίπεδο για την αγορά 39 πολεμικών σκαφών από το ναυτικό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η απαγόρευση οδήγησε σε μεγάλες διαδηλώσεις υπέρ της ελευθερίας του Τύπου. Ο ίδιος ο Σουχάρτο σε μήνυμά του προς το έθνος υποσχέθηκε υπεύθυνη διαφάνεια, αλλά απέρριψε οποιαδήποτε αντίληψη ερχόταν σε αντίθεση με την εθνική ταυτότητα. Διεθνείς οργανισμοί την περίοδο εκείνη κατήγγειλαν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ι., ιδιαίτερα στην περιοχή του ακόμη κατεχόμενου Ανατολικού Τιμόρ.
Τον Απρίλιο του 1996 η κυβέρνηση αποκατέστησε το δικαίωμα ψήφου για περισσότερους από 1 εκατ. πρώην κομουνιστές. Τον Ιούλιο μεγάλες ταραχές με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες συγκλόνισαν την Ι., καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας συγκρούστηκαν με διαδηλωτές του Ινδονησιακού Δημοκρατικού Κόμματος, οπαδούς της Μεγκαβάτι Σουκαρνοπούτρι, μετά την αλλαγή ηγεσίας που επέβαλε η κυβέρνηση στο κόμμα της αντιπολίτευσης. Τον Οκτώβριο απονεμήθηκε το Νόμπελ ειρήνης στον Χοσέ Ράμος-Χόρτα, έναν ηγέτη των αυτονομιστών του Ανατολικού Τιμόρ, και στον ρωμαιοκαθολικό επίσκοπο Κάρλος Φελίπε Χιμένες Μπέλο, επικεφαλής της ιεραποστολής στο Ντίλι (πρωτεύουσα του Ανατολικού Τιμόρ), για τη βοήθεια που προσέφεραν στον πληθυσμό του Ανατολικού Τιμόρ κατά της ινδονησιακής καταπίεσης. Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τη διεθνή απομόνωση της Ι. στο ζήτημα αυτό. Επιπλέον ξέσπασαν εθνοτικές συγκρούσεις στην Ιάβα και στη Βόρνεο στα τέλη του ίδιου έτους.
Το κυβερνητικό κόμμα Γκολκάρ κέρδισε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις εκλογές του Μαΐου του 1997 με αυξημένη πλειοψηφία. Ωστόσο από τον Αύγουστο άρχισε η έντονη διολίσθηση της ρουπίας, καθώς η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση έπληξε και την Ι. Η κρίση εντάθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και τον Ιανουάριο του επόμενου, ενώ ο Σουχάρτο προσπαθούσε να επαναδιαπραγματευθεί ή να καθυστερήσει την εφαρμογή των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει, προκειμένου να λάβει βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μεγάλη άνοδος των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων προκάλεσε ταραχές με στόχο κυρίως την ευημερούσα κινεζική κοινότητα. Τον Μάρτιο του 1998 ο Σουχάρτο επανεξελέγη για έβδομη φορά στο αξίωμα του προέδρου, με αποτέλεσμα συνεχείς μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον του. Στις 21 Μαΐου ο Σουχάρτο αναγκάστηκε να παραιτηθεί παραδίδοντας την εξουσία στον αντιπρόεδρο Γιουσούφ Χαμπίμπι, ο οποίος αντιμετωπίστηκε ως μεταβατική λύση.
Μετά τον Σουχάρτο. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1999 η Μεγκαβάτι Σουκαρνοπούτρι, επικεφαλής του Αγωνιστικού Ινδονησιακού Δημοκρατικού Κόμματος, αναδείχθηκε νικήτρια. Τον Οκτώβριο όμως ανακηρύχθηκε αναπάντεχα από τη Λαϊκή Συμβουλευτική Συνέλευση πρόεδρος ο μετριοπαθής ισλαμιστής Αμπντουραμάν Ουαχίντ, ηγέτης του Κόμματος Εθνικής Αφύπνισης. Με συμφωνία των δύο κομμάτων η Μεγκαβάτι Σουκαρνοπούτρι κατέλαβε τη θέση της αντιπροέδρου. Στις 29 Μαΐου 2000 ο πρώην πρόεδρος Σουχάρτο τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό για να παραπεμφθεί σε δίκη για διαφθορά. Λίγο αργότερα όμως μια ιατρική επιτροπή, διορισμένη από το δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής υγείας του Σουχάρτο δεν επέτρεπε τη διεξαγωγή δίκης.
Στο μεταξύ, από τον Αύγουστο του 1998 είχε αρχίσει μια διαδικασία προσέγγισης της Ι. και της Πορτογαλίας στο ζήτημα της κατοχής του Ανατολικού Τιμόρ, που οδήγησε σε δημοψήφισμα υπό την εποπτεία του ΟΗΕ για αυτονομία ή ανεξαρτησία της περιοχής έναν χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1999. Ωστόσο, ένοπλες ομάδες κατά της ανεξαρτησίας, η οποία παραχωρήθηκε τελικά το 1999, προχώρησαν σε δολοφονίες, βιαιοπραγίες, πυρπολήσεις και λεηλασίες κατοικιών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να στείλει ο ΟΗΕ ειρηνευτική δύναμη υπό την ηγεσία των Αυστραλών. Από τις αρχές του 1999 διατυπώθηκε αίτημα για ανάλογο δημοψήφισμα στο Ατζέχ, όπου υπήρχε αυτονομιστικό κίνημα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, και εντάθηκαν οι συγκρούσεις, οι οποίες έληξαν με προσωρινή ανακωχή τον Ιούνιο του 2000. Επίσης στο Μαλούκου, στις Μολούκες, ξέσπασαν βίαιες ταραχές ανάμεσα στη χριστιανική και στη μουσουλμανική κοινότητα, ενώ ανάλογες ταραχές σημειώθηκαν ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες σε ολόκληρη την Ι., με πιο έντονα τα επεισόδια που προκλήθηκαν στο Λομπόκ, στη Σουμπάουα και στην Κελέβη. Τον Ιούνιο του 2000 ο πρόεδρος Ουαχίντ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις επαρχίες Μολούκες και Βόρειες Μολούκες.
Το 2001 ο πρόεδρος Ουαχίντ κατηγορήθηκε για δωροληψία από τον σουλτάνο του Μπρουνέι. Οι ταραχές συνεχίστηκαν στην Ι. και ο Ουαχίντ προσπάθησε να θέσει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο τον Ιούλιο αποπέμφθηκε από το αξίωμά του και αντικαταστάθηκε από τη Σουκαρνοπούτρι, η οποία υποσχέθηκε να θέσει τέλος στη διαφθορά.
Η Σουκαρνοπούτρι ήταν η πρώτη ηγέτιδα ισλαμικής χώρας που επισκέφθηκε τις ΗΠΑ για να προσφέρει ηθική συμπαράσταση μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον.
Τον Ιανουάριο του 2002 ορίστηκε δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να ερευνήσει τα εγκλήματα της ινδονησιακής κυβέρνησης στο Ανατολικό Τιμόρ, από την εισβολή του 1975 έως την ανεξαρτησία του 1999. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ο Τόμι Σουχάρτο, γιος του πρώην προέδρου, κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός μέλους του ανωτάτου δικαστηρίου. Τον Οκτώβριο του 2002, σε ένα τυφλό τρομοκρατικό χτύπημα –πιθανότατα ισλαμιστών– σε πολυσύχναστο τουριστικό θέρετρο στο Μπαλί, σκοτώθηκαν περισσότεροι από 200 άνθρωποι (κυρίως Αυστραλοί τουρίστες).Άγραφη παράδοση. Από τις περισσότερες γλώσσες της Ι. λείπουν οι μαρτυρίες των φιλολογικών κειμένων που γράφτηκαν (ή μεταφράστηκαν) ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο μέχρι και σήμερα. Ουσιαστικά γίνεται λόγος για μια άγραφη θρησκευτική ή ερωτική λαϊκή παράδοση, σχεδόν εξ ολοκλήρου ανώνυμη, που δεν μπορεί να χρονολογηθεί και δύσκολα μπορεί να αναλυθεί λόγω του πλήθους των εξωτερικών επιδράσεων.
Αυτή η παράδοση, που είναι πάντα ζωντανή και εμπλουτίζεται συνεχώς στις περιοχές της Βόρνεο και της Κελέβης, απαριθμεί μια ολόκληρη σειρά από φανταστικές ή ηθικολογικές ιστορίες ζώων. Μέσα σε αυτή τη λαϊκή παράδοση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες, αρκετά γνωστές στη Δύση, οι ποιητικές συνθέσεις.
Αυτές οι συνθέσεις, που έχουν διαδοθεί σε όλες τις γλώσσες της Ι. και μέρος τους έχει ήδη συλλεχθεί και γραφτεί, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από κοινωνικοψυχολογική άποψη. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη του μαγικού-ερωτικού στοιχείου το οποίο, υπό τον αυστηρό εθιμικό φορμαλισμό και τη συστηματική καταπίεση της προσωπικότητας του ατόμου για χάρη του χωριού και του παραδοσιακού εθίμου (αντάτ), έμεινε πάντα ζωντανό στον πολιτισμό της Ι.
Αυλική παράδοση. Ένα άλλο είδος που παρουσιάζει ενδιαφέρον, περισσότερο για τις μαρτυρίες που παρέχει παρά για τα τυπικά φιλολογικά του στοιχεία, είναι το ιστοριογραφικό ή καλύτερα το πανηγυρικό, που άνθησε ιδιαίτερα στις αυλές της Ιάβας τον 14ο και τον 15ο αι. Στα μεγαλύτερα έργα του συγκαταλέγονται η ιστορία των μοναρχών του βασιλείου του Μαντζαπαχίτ, που είναι γνωστή με τον τίτλο Ναγκαρακριταγκάμα και γράφτηκε περίπου στα μέσα του 14ου αι. από τον αυλικό Πραπάντζα, και η Ιστορία των Πριγκίπων, με συγγραφέα ίσως κάποιον Ταντουλάρ.
Από το εκλεπτυσμένο περιβάλλον των αυλών της Ιάβας, που ήταν επηρεασμένες από την ινδουιστική κουλτούρα, προέρχεται, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά, μια τεράστια σειρά από ιστορικά-φανταστικά μυθιστορήματα καθώς και, πέρα από τις έντεχνες ινδουιστικές και βουδιστικές συνθέσεις ινδικής προέλευσης, μια σειρά από ποιητικές συνθέσεις με το ίδιο πάντα θέμα, γνωστές ως κακαουίν ή κιντούνγκ, ανάλογα με το αν είναι λιγότερο ή περισσότερο κοντά στο πρωτότυπο.
Ακόμη, δεν λείπουν οι προσαρμογές και οι απομιμήσεις της Μαχαμπχαράτα και της Ραμαγιάνα, η διάδοση και δημοτικότητα των οποίων στην Ιάβα πιστοποιείται από τις γλυπτές παραστάσεις των ινδουιστικών ναών του νησιού.
Ισλαμική επίδραση. Η διάδοση του ισλαμισμού προκάλεσε την άνθηση ενός μεγάλου λογοτεχνικού ρεύματος μυστικιστικού και μορφωτικού περιεχομένου, καθαρά αραβοπερσικής ή ινδικής (Γκουτζαράτ) προέλευσης. Σε αυτή τη λογοτεχνία ιδιαίτερη σημασία είχαν οι Ιαβανοί Τζοσοντιπούρο και Ρονγκοβαρσίτο, που έζησαν στην αυλή του Σουρακάρτα.
Σύγχρονη λογοτεχνία. Η σύγχρονη λογοτεχνία της Ι., που εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αι. με τις πρώτες μεταφράσεις των αφηγηματικών και περιγραφικών ολλανδικών έργων, συνδέθηκε στη συνέχεια στενά με τους αγώνες του εθνικιστικού κινήματος. Μεγάλη σπουδαιότητα είχε η φιλολογική οργάνωση Μπαλάι Πουστάκα, που συγκροτήθηκε την εποχή της ολλανδικής αποικιοκρατίας και έθεσε στη διάθεση εκείνων που ήξεραν να διαβάζουν έναν μεγάλο αριθμό κλασικών της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένων στη μαλαισιανή γλώσσα, καθώς και μερικά έργα νέων Ινδονήσιων συγγραφέων. Σημαντικά είναι τα μυθιστορήματα του Αντινεγκόρο, του Σουτάν Ισκαντάρ και του Αμπτούλ Μουίς, όλων της γενιάς του 1928.
Μια άλλη ομάδα Ινδονήσιων συγγραφέων δημιουργήθηκε περίπου το 1930 γύρω από την κίνηση Πουντζάνγκα Μπαρού (νέοι ποιητές). Ο σπουδαιότερος αντιπρόσωπος αυτής της τάσης ήταν ο Σουτάν Τακντίρ Αλιαζαμπάνα από τη Σουμάτρα, μυθιστοριογράφος και ποιητής, υποστηρικτής της ανάγκης για αποδέσμευση από την παράδοση του παρελθόντος της Ι. καθώς και της ανάγκης για ουσιαστική προσκόλληση στη σύγχρονη ηθική και στον νέο τρόπο ζωής, χωρίς όμως τη δουλοπρεπή αποδοχή του προτύπου της δυτικής κουλτούρας.
Στα μυθιστορήματά του, που γράφτηκαν πριν από την επικράτηση της μεταρομαντικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η προσωπική αισθηματική εμπειρία, που ερμηνεύεται συχνά με ελεγειακό ή τραγικό τρόπο, αντιπροσωπεύει το κύριο θέμα.
Εκπρόσωπος της ίδιας ομάδας ήταν ο ποιητής Αμίρ Χάμζα, που πέθανε το 1945, ο οποίος στα διηγήματά του Μοναχικά τραγούδια και Φρούτα της μελαγχολίας χρησιμοποίησε θρησκευτικά ή ελεγειακά θέματα. Άλλοι συγγραφείς της ομάδας, που σταμάτησε τη δραστηριότητά της με την εισβολή των Ιαπώνων το 1942, ήταν οι δύο αδελφοί Σανούσι Πάνε και Αρμίτζν Πάνε. Ο πρώτος ήταν επηρεασμένος από τις τάσεις της σύγχρονης ινδικής λογοτεχνίας και υποστηρικτής της αξιοποίησης της πολιτιστικής παράδοσής της και ο δεύτερος ήταν συγγραφέας ψυχολογικών μυθιστορημάτων αυστηρού και λακωνικού στιλ. Ανάμεσα στους άλλους συγγραφείς της προπολεμικής εποχής, μεγάλη δημοτικότητα γνώρισαν ο Αμπντούλ Μουίς, που επεξεργάστηκε, από φιλολογική άποψη, το θέμα της αντίθεσης ανάμεσα στη δυτική παιδεία και στην παραδοσιακή παιδεία της Ι., και ο Γκοέστι Ντζόμαν από το Μπαλί, συγγραφέας περιγραφικών διηγήσεων των τοπίων και των παραδόσεων του νησιού του.
Στην ανεξάρτητη Ι., η λογοτεχνική παραγωγή διαφοροποιείται, διευρύνεται και δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικό προνόμιο των λογοτεχνών της Σουμάτρας. Ο ισλαμιστής λόγιος Χάμκα υπήρξε ένας από τους λίγους συγγραφείς που εμπνεύστηκε από θρησκευτικά θέματα μέσα σε ένα λαϊκό και δυτικοπρεπές περιβάλλον, τόσο ως προς τα μοντέλα όσο και ως προς τις αντιλήψεις που υιοθετήθηκαν. Μεταξύ των πολλών συγγραφέων, ξεχωριστή θέση κατέχει ο δημοσιογράφος και δοκιμιογράφος Μοχτάρ Λούμπις, συγγραφέας διηγημάτων καθώς και μερικών φημισμένων μυθιστορημάτων, όπως τα: Δρόμος χωρίς τέλος (1952), έργο που αναφέρεται στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, όταν οι Ολλανδοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την αποικιοκρατική τους κυριαρχία στην Ι., Λυκόφως στην Τζακάρτα (1963), ρεαλιστική και γλαφυρή αναφορά στη διαφθορά και στην ηθική κατάπτωση της πρωτεύουσας μετά τον πόλεμο, Ο Τίγρης, ο Τίγρης! (1975), έργο που διαδραματίζεται στα δάση της Σουμάτρας, αλλά είναι ωστόσο ενδιαφέρον για την ψυχολογική ανάλυση που επιχειρεί και τέλος το καλύτερο από τα μυθιστορήματά του, Θάνατος και έρωτας (1977), αφιερωμένο στον αγώνα εναντίον των Ολλανδών για την ανεξαρτησία. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ο συγγραφέας Ιβουάν Σματουπάνγκ, διότι εισήγαγε στη χώρα το Νέο μυθιστόρημα (Νouveau Roman) των Ρομπέρ-Γκριγέ και Σαρότ. Ιδιαίτερα γνωστό είναι το μυθιστόρημά του Το κόκκινο είναι κόκκινο (1969). Ο Πραμοέντια Ανάντα Τόερ καθιερώθηκε ως πολύ σημαντικός συγγραφέας με μία σειρά από ιστορικά μυθιστορήματα, τα οποία στην αρχή έγιναν αποδεκτά με πολύ ευνοϊκό τρόπο, αλλά στη συνέχεια απαγορεύτηκαν λόγω της ιδεολογικής στράτευσης του συγγραφέα στον κομουνισμό.
Τέλος, το έργο Οι εκμυστηρεύσεις του Παριγέμ – Ο πνευματικός κόσμος μιας γυναίκας της Ιάβας (1981) του Λίνους Σουριάντι είναι ένα μοναδικό έργο, εξαιρετικά πρωτότυπο, σε έρρυθμο πεζό λόγο, που θυμίζει τα μεγάλα ποιήματα της Ιάβας του 18ου-19ου αι., πραγματική επιτομή της παραδοσιακής γνώσης. Η γυναικεία παρουσία στη σύγχρονη ινδονησιακή πεζογραφία γίνεται αισθητή χάρη σε έναν αριθμό εκλεκτών συγγραφέων. Από αυτές ξεχωρίζει η Νχ. Ντίνι, ευαίσθητη συγγραφέας, που έγραψε τα έργα Πάνω σε ένα πλοίο (1973), Το όνομά μου είναι Χιρόκο (1977) και άλλα μυθιστορήματα. Στην ποίηση διακρίνονται οι Γ.Σ. Ρέντρα, καθολικής παιδείας που ασπάστηκε αργότερα τον ισλαμισμό, ο προτεστάντης Σιτόρ Σιτουμοράνγκ, και ο Αζίπ Ροζίντι, επίσης διαπρεπής πεζογράφος και δοκιμιογράφος.Ο προϊστορικός μεγαλιθικός πολιτισμός, που γεννήθηκε στην Ινδοκίνα και διαδόθηκε στη Μαλαισία και στην Ι., χαρακτηρίζεται από την αντίληψη για μια τέχνη με ιερό και μνημειακό χαρακτήρα. Πρόκειται για μια αντίληψη που εκφράστηκε στα ογκώδη ντόλμεν, στα μενχίρ, στους τάφους-λειψανοθήκες με τις επίπεδες πέτρινες στέγες και στις πέτρινες σαρκοφάγους. Τα μνημεία του οροπεδίου του Πασεμά στη Σουμάτρα τοποθετούνται στην εποχή του ορείχαλκου· άλλα, στην ανατολική Ιάβα, χρονολογούνται από το τέλος της 1ης χιλιετίας π.Χ. Το στιλ των απεικονίσεων, μνημειακό και στιλιζαρισμένο στην αρχή, έγινε αργότερα και έως τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής έντονα δυναμικό, όπως φαίνεται στα πέτρινα ανάγλυφα και στις παραστάσεις που στολίζουν τους τοίχους των τάφων με πλάκα ή των τάφων-θαλάμων της Σουμάτρας.
Η άφιξη από το Βιετνάμ, περίπου το 500 π.Χ., του ανεπτυγμένου πολιτισμού του ορείχαλκου του Ντονγκ Σον, που εισήγαγε την πολύπλοκη καμπυλόγραμμη διακόσμηση, κινεζικής προέλευσης, έδωσε διαφορετική κατεύθυνση στην τέχνη αυτού του νεολιθικού και μεγαλιθικού κόσμου. Μετέτρεψε την παλιά μνημειακή τέχνη σε μια τέχνη χαριτωμένη και αποκλειστικά διακοσμητική.
Κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής η εξέλιξη στην τέχνη της Ι. σημειώθηκε υπό την επίδραση του ινδικού πολιτισμού. Ο τελευταίος εισήγαγε στο αρχιπέλαγος τον βουδισμό Μαχαγιάνα και τον βραχμανισμό, στη λατρεία των οποίων αφιέρωσαν τα πιο σημαντικά μνημεία τα βασίλεια των Σαϊλέντρα και του Ματαράμ μεταξύ 8ου και 10ου αι.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη στιγμή της ινδοϊαβαϊκής τέχνης που συνδέθηκε με τον βουδισμό των Σαϊλέντρα αλλά και με τον σιβαϊσμό. Το πιο σημαντικό δημιούργημα της ιαβαϊκής τέχνης υπήρξε ο επικήδειος ναός-λόφος, το κάντι (η ονομασία προέρχεται από την τοπική θεά Κάντι), που ξεκινώντας από τις μικρές κατασκευές του 7ου αι. έφτασε στους μεγαλοπρεπείς ναούς του 9ου αι.
Το κάντι, ινδικής προέλευσης, είναι ένας τάφος-ναός χτισμένος πάνω σε μια ψηλή τετράγωνη ή ορθογώνια βάση, με σκαλάκια που συνοδεύονται από ένα καμπυλόγραμμο κάγκελο. Πάνω στη βάση υψώνεται το κυβικό ή πρισματικό κελί. Η πόρτα του πλαισιώνεται από μία κορνίζα, διακοσμημένη με ανάγλυφα κεφάλια δαιμόνων (κάλα), ερπετών και πιο συχνά καλαμακάρα (κάτι ανάμεσα στο κάλα και στο τερατώδες μακάρα – ψάρι-ελέφαντα). Πάνω, η κορυφή της οικοδομής παίρνει άλλοτε το σχήμα πυραμίδας και άλλοτε το σχήμα του πύργου σικάρα, που μοιάζει με λόφο φτιαγμένο από μεγάλα κυκλικά σκαλιά, διακοσμημένα με σηκούς και στούπα σε μικρογραφία.
Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στους ναούς των βουδιστών και σε εκείνους των ινδουιστών βρίσκεται στο εσωτερικό του κελιού, δηλαδή στο άγαλμα του Βούδα-βασιλιά ή στο φαλλικό σύμβολο του Σίβα-βασιλιά.
Το πιο παλιό κάντι, που βρίσκεται στην πεδιάδα του Πραμπανάν, είναι το Καλασάν, βουδιστικό κάντι των Σαϊλέντρα της νότιας Ιάβας (778 μ.Χ.), αλλά είναι πιθανό να είναι ακόμα παλαιότερα μερικά από τα σιβαϊκά κάντι, με σπουδαιότερο το κάντι Μπίμα, το κάντι δηλαδή της σιβαϊκής δυναστείας που προηγείται εκείνης των Σαϊλέντρα. Ιδιαίτερα μεγαλοπρεπές είναι το συγκρότημα των κάντι Μπορομπουντούρ της νότιας πεδιάδας του Κεντού (α’ μισό του 9ου αι.).
Αργότερα, ίσως την εποχή της ανατολικής δυναστείας του Ματαράμ, χτίστηκαν στην πεδιάδα Πραμπανάν, στην κεντρική Ιάβα, τα δύο μεγάλα βουδιστικά συγκροτήματα του μοναστηριού κάντι, το κάντι Πλασάν και το κάντι Σεβού. Τα υπόλοιπα μνημεία δείχνουν την εξωτερική ωριμότητα μιας τεχνοτροπίας με αυξημένα τα διακοσμητικά στοιχεία. Στην ανατολική πλευρά της Ιάβας εξακολουθούσε να υπάρχει, αντιτιθέμενο στο βουδιστικό κράτος των Σαϊλέντρα, το βασίλειο του Ματαράμ, που συγκέντρωνε και ισχυροποιούσε την ινδουιστική παράδοση. Προς το τέλος του 9ου αι., η ινδοϊαβαϊκή τέχνη ή τέχνη της κεντρικής Ιάβας έσβησε και κέντρο καλλιτεχνικής δημιουργίας έγινε η ανατολική Ιάβα με φόρμες περισσότερο αυτόχθονες και σύμφωνες προς τον παραδοσιακό ινδουισμό, ο οποίος στηρίζεται στον σιβαϊσμό, στον βισνουισμό, στον βραχμανισμό και στην παλιά, τοπικής προέλευσης, λατρεία των προγόνων. Η αλλαγή της καλλιτεχνικής έμπνευσης και η εξέλιξη του ύφους δεν επιτρέπουν ωστόσο καλλιτεχνικές φόρμες που να έρχονται σε αντίθεση με τις προηγούμενες, ειδικά στην αρχιτεκτονική.
Κατά συνέπεια, και η τέχνη της ανατολικής Ιάβας διατηρεί τη δομή των κάντι, των στούπα και των ναών, ακόμα και αν μοιάζει διαφορετική λόγω της αντικατάστασης της πέτρας από το τούβλο. Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης αυτής είναι το τεράστιο θρησκευτικό συγκρότημα του Πραμπανάν, που χτίστηκε γύρω στο 915 από τον βασιλιά Ντάκσα της ανατολικής σιβαϊκής δυναστείας του Ματαράμ. Κατεστραμμένο και μερικώς αναστηλωμένο κατά τον 19ο αι., αποτελείται από μία μεγάλη τετράγωνη ταράτσα, η οποία υποβαστάζεται από ψηλά τείχη. Πάνω σε μία ψηλότερη ταράτσα υψώνονται τρία μνημειακά κάντι. Το κύριο και κεντρικό κάντι, το Λόρο-Τζονγκράνγκ, είναι αφιερωμένο στον Σίβα, ενώ τα πλαϊνά είναι αφιερωμένα στον Βράχμα και στον Βισνού. Σε μια πιο χαμηλή ταράτσα, μπροστά στα δύο μικρότερα κάντι (που έκρυβαν ίσως τον θησαυρό) υπήρχαν άλλα τρία μικρά (που τώρα χάθηκαν) για τα ζώα των θεών της Τριμούρτι· από αυτά διασώθηκε μόνο το πέτρινο άγαλμα του μυθικού ταύρου του Σίβα.
Τα διάφορα βασίλεια που ανέλαβαν διαδοχικά τον θρόνο στην Ιάβα –του Καντίρι, του Σινγκασάρι και του Μαντζαπαχίτ– διατήρησαν και διέδωσαν την τέχνη της ανατολικής Ιάβας, η οποία άκμαζε μεταξύ 13ου και 15ου αι. Στην αρχιτεκτονική, εξακολούθησαν να κατασκευάζονται τα κάντι (το κάντι Κιντάλ, 1240· το κάντι Τζόγκο, 1268, και τα δύο κοντά στο σημερινό Μαλάνγκ· το κάντι Σινγκασάρι, ημιτελές, του τέλους του 13ου αι.), αλλά η ισορροπία της κατασκευής τους καταστρέφεται με την επιβολή μιας πιο έντονης ανυψωτικής γραμμής. Παράλληλα, η διακόσμηση έγινε πλουσιότερη.
Το μεγαλύτερο μνημείο, σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του κατεστραμμένο, είναι το Παναταράν, που δείχνει τη μετάβαση από τη δυναστεία του Σινγκασάρι στο βασίλειο του Μαντζαπαχίτ, το οποίο ιδρύθηκε το 1294. Είναι ένα τεράστιο συγκρότημα που αποτελείται από ναούς, από πολλά άλλα θρησκευτικά κτίρια και από μεμονωμένα κάντι.
Η τεχνοτροπία και η αισθητική της ανατολικής Ιάβας φαίνονται πολύ καθαρά στη γλυπτική, ιδιαίτερα στους μεγάλους κύκλους από ανάγλυφα με διηγήσεις από τη Ραμαγιάνα και τη Μαχαμπαράτα ή από τους ποιητικούς μύθους των τοπικών κιντούνγκ. Η γλυπτική έγινε περισσότερο βαριά και παρακμιακή, καταλήγοντας σε έναν βαθμιαίο κομφορμισμό που πνίγει την ενστικτώδη ζωτικότητα.
Στα τέλη του 13ου αι. το βασίλειο των Σριβιτζάγια της Σουμάτρας παρήκμασε και άρχισε να εισέρχεται ειρηνικά ο ισλαμισμός με μια κατεξοχήν ινδική φυσιογνωμία, ενώ ο ινδουισμός σταδιακά εξαφανίστηκε. Στον χώρο της τέχνης, παρά τη μεγάλη διαφορά των θρησκευτικών και πολιτιστικών αξιών, αυτό δεν αποτελεί καταλυτικό φαινόμενο. Πολλά ισλαμικά μνημεία της Ι. παρουσιάζονται ως ένα είδος καλλιτεχνικής παραλλαγής. Αν ο ισλαμικός τάφος του Μαλίκ Ιμπραΐμ, του 1419, χτίστηκε κυρίως σύμφωνα με την ινδική τέχνη, τα τζαμιά του 16ου αι. χτίστηκαν αφομοιώνοντας όψιμα κατασκευαστικά και διακοσμητικά στοιχεία, χαρακτηριστικά της προηγούμενης ιαβαϊκής τέχνης.
Έως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η Ι. έμεινε ανεπηρέαστη από τη δυτική τέχνη. Ακόμα και στην περίπτωση που υιοθέτησε ευκαιριακά ευρωπαϊκές φόρμες σε μερικά κτίρια ή σε έπιπλα κλασικού γαλλικού και αγγλικού στιλ, ουσιαστικά δημιούργησε πιο βαριές αλλά εξαιρετικά ραφινάτες φόρμες, λόγω της χρήσης των ινδικών ξύλων. Στη ζωγραφική επίσης είχε έναν σημαντικό εκπρόσωπο στα πρότυπα του ρομαντισμού του Ζερικό και του Ντελακρουά, τον Ράντεν Σαλέχ από την Ιάβα, πολύ γνωστό για τα πορτρέτα και κυρίως για τα τοπία του.
Η αποφασιστική υιοθέτηση των δυτικοευρωπαϊκών και αμερικανικών τάσεων έγινε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και συνδέθηκε με την πολεοδομική και αρχιτεκτονική ανανέωση της πρώτης πρωτεύουσας, Τζογκτζακάρτα, της Τζακάρτα και της υπόλοιπης χώρας. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και στη ζωγραφική που είχε δεχθεί τις επιδράσεις της Σχολής του Παρισιού πριν από τον πόλεμο και στη διάρκεια της ολλανδικής αποικιοκρατίας. Διαμορφώθηκε έτσι ένα παλαιοεθνικιστικό ύφος, ιδιαίτερα στην ομάδα των καλλιτεχνών της Μπατάβια. Ο αγώνας για την απόκτηση της ανεξαρτησίας εισήγαγε στοιχεία του γερμανικού εξπρεσιονισμού σε μια ομάδα καλλιτεχνών, που δραστηριοποιήθηκε ανάμεσα στο 1910 και στο 1920. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η επιθυμία να μην απομακρυνθεί από τα εθνικά θέματα και το ύφος. Ο πιο γνωστός της ομάδας αυτής, και σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν ο Ρ. Αφάντι, από την Μπαντούνγκ, καλλιτέχνης με πολυσύνθετη και ανήσυχη προσωπικότητα. Πολύ γνωστοί ήταν επίσης ο γραφίστας Ουιντατζάτ και ο ζωγράφος, γραφίστας και κριτικός τέχνης Πόπο. Στις νεότερες γενιές σημαντικά είναι τα έργα του Χαρτζαντί, γνωστού στον τόπο του και ως πολιτικού γελοιογράφου, οι ποιητικές και μυθικές παραστάσεις του Σουτάντο και, τέλος, οι καθαρές και σταθερές συνθέσεις του Ιρσάμ.
Η τέχνη του Μπαλί. Η πιο παλιά εποχή της τέχνης αυτού του νησιού παρουσιάζει εμφανείς ομοιότητες με την τέχνη της Ιάβας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα κάντι του Τεμπάκ Σιρίνγκ, που έχουν σκαφτεί και λαξευτεί σε κοιλώματα βράχων και χρονολογούνται από τα τέλη του 11ου αι. Παράλληλα με τα πολλά αντιπροσωπευτικά δείγματα της ιαβαϊκής τέχνης υπάρχει μια χαρακτηριστική ομοιότητα της τέχνης του Μπαλί στις λειψανοθήκες, είτε αυτές είναι ορεινές, όπως εκείνη του Πούρα Μπεσακίχ (14ος αι.), είτε είναι λιγότερο απρόσιτες, όπως το Πούρα Παναταράν Σασίχ στο Πεντζένγκ, της αμέσως επόμενης εποχής. Χαρακτηρίζονται από τεράστιους περίφραχτους περίβολους, με πολυτελείς, σε στιλ μπαρόκ, εισόδους και διάφορα κτίρια, όχι όλα οικήματα λατρείας. Στη γλυπτική επικράτησε η πυκνή και έντονη διακόσμηση· εμφανίστηκαν μοτίβα λουλουδιών, έλικες, καμπύλες και διακεκομμένες γραμμές. Η έλλειψη αγαλμάτων θεοτήτων στους ναούς περιόρισε την πραγματική γλυπτική, αλλά δεν εμπόδισε μια κατεξοχήν λαϊκή τέχνη, κυρίως ξυλόγλυπτη, με εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα, να παράγει πληθώρα από είδωλα, δαίμονες, διακοσμητικά τέρατα, πέρα από τα είδωλα της λατρείας.Το πιο σημαντικό μέρος της θεατρικής δραστηριότητας συγκεντρώνεται στο νησί της Ιάβας, όπου υπάρχουν ακόμα ίχνη από τις βουδιστικές και ινδουιστικές επιδράσεις, ακόμα και μετά τον εξισλαμισμό. Αυτό φαίνεται στο πιο χαρακτηριστικό από τα τοπικά θεάματα, το ουαϊάνγκ κουλίτ (ή ουαϊάνγκ πούρβα). Πρόκειται για ένα θέατρο σκιών, για το οποίο υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες από τα μέσα του 11ου αι. μ.Χ. Σε αυτό χρησιμοποιούνται φιγούρες από δέρμα που φέρουν τα ονόματα προσώπων των ινδικών επών και αναφέρουν, με πολλές παραλλαγές, τις διάφορες περιπέτειές τους. Τα κείμενα βασίζονται γενικά, παρά την είσοδο κωμικών και τραγελαφικών στοιχείων, στην αντίθεση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στον θρίαμβο του πρώτου και στα επακόλουθα ηθικά διδάγματα για τους θεατές. Η παράσταση αρχίζει στις εννέα το βράδυ και συνεχίζεται έως το πρωί. Αυτός που κινεί τις μαριονέτες, ο ντάλανγκ, στέκεται πίσω από μια φωτισμένη λευκή οθόνη και κινεί τις μικρές φιγούρες απαγγέλλοντας ή τραγουδώντας μόνος του τους ρόλους, με τη συνοδεία, συνήθως, μιας ορχήστρας που ονομάζεται γκαμελάν.
Από το ουαϊάνγκ κουλίτ προέρχεται το ουαϊάνγκ γκολέκ, δηλαδή το κουκλοθέατρο, που έχει κατεξοχήν λαϊκό χαρακτήρα και παίζεται εξ ολοκλήρου από κούκλες. Παράλληλα με το ουαϊάνγκ τοπένγκ, δηλαδή το θέατρο με μάσκες (παίζει ο ίδιος ο ηθοποιός) και τις παραλλαγές του τοπένγκ μπαρονγκάν (θέατρο με ζωντανές μάσκες) και τοπένγκ ουόνγκ (θέατρο του ομιλούντος ηθοποιού), στο παρελθόν υπήρχαν ευγενικοί και χαριτωμένοι χοροί, που χορεύονταν στις γιορτές στις αυλές του Σόλο (Σουρακάρτα) και της Τζογκτζακάρτα συνήθως από τις παλλακίδες των αρχόντων. Μόνο από το 1918, με πρωτοβουλία του γιου του σουλτάνου της Τζογκτζακάρτα, άρχισαν να διδάσκονται οι χοροί και σε εκείνους που δεν ήταν αριστοκράτες, ενώ το 1963 ιδρύθηκε η Εθνική Ακαδημία Χορού, που έχει την έδρα της στην ίδια πόλη. Δύο είναι τα κύρια είδη χορού της Ιάβας: εκείνο που ονομάζεται μπεντάτζα ή μπεντότζο και χορεύεται από εννέα νέες γυναίκες από 13 έως 25 ετών και εκείνο που ονομάζεται σερίμπι και χορεύεται σε τέλειο συγχρονισμό από τέσσερα γαλαζοαίματα μικρά κορίτσια.
Η επίδραση του πολιτισμού της Ιάβας στο Μπαλί υπήρξε μεγάλη από τον 11ο αι., όταν μετανάστευσε εκεί μεγάλος αριθμός ευγενών, ιερέων και λογίων, και μετά τον εξισλαμισμό του 15ου αι. Αυτός ο πολιτισμός με τη μακρινή ινδουιστική καταγωγή βρήκε την πιο υποβλητική του έκφραση στο μπαρόνγκ, έναν χορό που χορεύεται με μάσκες ζώων, και στο λεγκόνγκ, όπου το συχνά εμφανιζόμενο θέμα της πάλης ανάμεσα στο καλό και στο κακό αποδίδεται με δραματικούς χορούς, εμπνευσμένους από παλιά παραμύθια. Οι χοροί αυτοί είναι χαρακτηριστικοί για την κίνηση του σώματος που στηρίζεται σε εξαιρετικά δύσκολες κινήσεις των μελών. Ανδρικοί χοροί είναι το μπάρις με όπλα και ο πιο πρόσφατος, το κεμπιάρ, ατομικός χορός με παντομιμική ερμηνεία του γκαμελάν, συνοδευόμενη από γρήγορες και περίεργες κινήσεις της βεντάλιας.Όπως στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου έτσι και στην Ι. η γένεση του κινηματογράφου συνδέεται με το γύρισμα κάποιας ταινίας ή κάποιου ντοκιμαντέρ από έναν ξένο σκηνοθέτη. Τα θεμέλια του αυτόχθονος κινηματογράφου στην Ι. έθεσε ο Ολλανδός Μάνους Φράνκεν με την ταινία Παρέ, το τραγούδι του ορυζώνα. Πρόκειται για ένα έργο που κινήθηκε στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ, ερμηνεύτηκε από ερασιτέχνες ηθοποιούς και γυρίστηκε από ντόπιους τεχνικούς. Μια άλλη σημαντική συνεισφορά είναι εκείνη του Γιόρις Ίβενς με το έργο Το κάλεσμα της Ι. (Ιndonesia calling), έντονα κοινωνικό ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε το 1946, στις αρχές δηλαδή του αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας.
Μόνο στη δεκαετία του 1950 η κινηματογραφική παραγωγή γνώρισε μεγάλη ποσοτική αύξηση, που δεν αντιστοιχούσε ωστόσο και σε ανάλογη ποιοτική αναβάθμιση, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως η ταινία Ο σακάτης (1952) του Κοτότ Σουκάρντι ο οποίος, εμπνευσμένος από το ιταλικό Λουστράκι, διηγείται πολύ συγκινητικά την τραγωδία των παιδιών της Τζακάρτα κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η ταινία ήταν παραγωγή κάποιου τοπικού συνεταιρισμού, του Περσάρι (Συνεταιρισμός Ινδονησίων Καλλιτεχνών), που προσπάθησε να χαράξει έναν δικό του δρόμο αναζητήσεων στα πλαίσια του νεορεαλισμού. Στον Περσάρι ανήκε ο πολύ δραστήριος Μπασούκι Εφέντι, του οποίου η καλύτερη ταινία θεωρείται Η επιστροφή, η ιστορία ενός επαναπατρισθέντος που στρατολογήθηκε διά της βίας από τους Ιάπωνες. Άλλος γνωστός σκηνοθέτης είναι ο Ουσμάρ Ισμαήλ, έργα του οποίου είναι το Ασυγχώρητο λάθος (1952), η Δροσιά, ένα δροσερό και λυρικό κομμάτι της αγροτικής ζωής, και ο Αγωνιστής (1961), με θέμα τον αγώνα για την απελευθέρωση.
Από τη δεκαετία του 1960 ο ινδονησιακός κινηματογράφος άρχισε να μειώνει σημαντικά την παραγωγή του. Το 1975 έφτασε να παράγει μόνο 45 ταινίες –στην πλειοψηφία τους απομιμήσεις των αμερικανικών μιούζικαλ– και να εισάγει 400 ταινίες από διάφορες άλλες χώρες.Τα μοναδικά κέντρα στην Ι. όπου αναπτύχθηκαν σημαντικές μουσικές παραδόσεις είναι τα νησιά της Ιάβας και του Μπαλί. Και στα δύο ξεχωρίζει μια αρμονία που στηρίζεται σε δύο διαφορετικές κλίμακες, πελόγκ και σλέντρο, και οι δύο πεντατονικές, αλλά η πρώτη (γυναικεία) παρουσιάζει μια τρίτη ματζόρε και η δεύτερη (ανδρική) μια τρίτη μινόρε. Τα όργανα που κυρίως χρησιμοποιούνται είναι ιδιόφωνα και, καθώς δεν είναι γνωστός ο μετατονισμός, η μελωδική σύνθεση καταλήγει να είναι εξαιρετικά απλή, ενώ πολύ μεγάλη σημασία δίνεται στον τόνο της φωνής. Κοινό χαρακτηριστικό είναι επίσης η συστηματική χρήση του γκαμελάν (αυτό είναι το όνομα των μουσικών ινδονησιακών συγκροτημάτων) με πολυάριθμους οργανοπαίχτες – μπορούν να φτάσουν και τα εκατό όργανα. Επειδή τα όργανα που χρησιμοποιούνται έχουν σταθερό ήχο, επιβάλλεται η χρησιμοποίηση διαφορετικής ορχήστρας για την εκτέλεση στην κλίμακα πελόγκ ή σλέντρο.Μεγάλη είναι η ποικιλία των ινδονησιακών παραδόσεων. Παράλληλα με τους πληθυσμούς που δέχθηκαν τις ινδουιστικές, τις ισλαμικές και τις ευρωπαϊκές επιδράσεις, ζουν, στις ορεινές περιοχές και βαθιά μέσα στις ζούγκλες, ομάδες ιθαγενών που έμειναν προσκολλημένες στον παλιό τρόπο ζωής και κοινωνικής οργάνωσης. Το μικρό ανάστημα, η σκούρα ή κιτρινωπή επιδερμίδα, τα κατάμαυρα ίσια μαλλιά και μια τάση προς τα μογγολικά χαρακτηριστικά είναι κοινά σε όλους.
Σουμάτρα. Στη Σουμάτρα μπορούν να διακριθούν τρεις βασικές ομάδες Ινδονησίων. Η μεγαλύτερη ομάδα είναι αυτή των Μενανγκαμπάου, που κατοικούν στο βόρειο τμήμα του νησιού. Άλλη μεγάλη ομάδα της Σουμάτρας είναι οι Μπατάκ, που κατοικούν στο κεντροανατολικό τμήμα και είναι θαυμάσιοι γεωργοί αλλά και ικανότατοι χειροτέχνες, ιδιαίτερα στην υφαντουργία. Περιζήτητα είναι τα χαλιά και τα υφάσματα που παράγουν.
Η τρίτη μεγάλη εθνική ομάδα της Σουμάτρας είναι οι Ατζέχ, που ζουν στα Β του νησιού, απέναντι από τη Μαλαισιανή χερσόνησο. Άλλες μικρότερες ομάδες είναι οι Μαλαίσιοι, οι Λαμπόνγκ και οι Κούμπου.
Ιάβα και Μπαλί. Στην Ιάβα διακρίνονται δύο βασικές ομάδες, οι Σουνδανοί και οι Ιαβανέζοι, ενώ στη γειτονική Μαντούρα ανήκουν οι Μαντουρέζοι. Οι Ιαβανέζοι είναι ικανοί γεωργοί, έχουν δική τους πλούσια γλώσσα, είναι προικισμένοι με καλλιτεχνική ευαισθησία, ιδιαίτερα στη μουσική, ζουν σε αρκετά προηγμένες κοινωνίες, επηρεασμένες από την ισλαμική παράδοση, και καταλαμβάνουν σχεδόν τα δύο τρίτα της επιφάνειας του νησιού. Οι Σουνδανοί διαφέρουν από τους Ιαβανέζους αρκετά, κατοικούν στη δυτική ζώνη του νησιού και εκτός από τη γεωργία ασχολούνται με το ψάρεμα και τις θαλάσσιες συγκοινωνίες, ιδιαίτερα αυτές που τους συνδέουν με τους γειτονικούς Μαλαίσιους πληθυσμούς. Οι Μαντουρέζοι είναι διασκορπισμένοι και στις ανατολικές περιοχές της Ιάβας και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους Ιαβανέζους, όπως και οι κάτοικοι του νησιού Μπαλί.
Οι Νταγιάκοι της Βόρνεο. Οι ιθαγενείς της Βόρνεο είναι λιγότερο κοινωνικά και πολιτικά ανεπτυγμένοι από τους άλλους Ινδονήσιους, εξαιτίας του ότι η περιοχή όπου κατοικούσαν δεν τους έδινε δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους πληθυσμούς. Η σημαντικότερη εθνική ομάδα είναι οι Νταγιάκοι, το όνομα των οποίων προέρχεται από τις λέξεις οράνγκ-ντατζάκ που σημαίνουν ο άνθρωπος του εσωτερικού. Είναι το γνησιότερο γένος των Ινδονησίων, καθώς δεν δέχτηκαν ξένες επιδράσεις στη διάρκεια της εξέλιξής τους. Στον οικονομικό τομέα οι δραστηριότητές τους περιορίζονται σε μια πρωτόγονη μορφή γεωργίας, στη συλλογή βολβών, στο κυνήγι και στο ψάρεμα.
Έθιμα για γέννηση και γάμο. Τα πρώτα συμπτώματα εγκυμοσύνης σε μια γυναίκα γιορτάζονται με μεγάλο σλαμεντάν, ένα πλούσιο δηλαδή συμπόσιο, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Οι Ινδονήσιοι γενικά παντρεύονται πολύ νέοι και πολλές φορές, αφού η θρησκεία τούς επιτρέπει την πολυγαμία. Οι γάμοι γίνονται συνήθως σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα.
Στο Μπαλί, ο γάμος είναι καθήκον του άντρα και της γυναίκας και κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό. Η επιλογή συνήθως γίνεται από τον νέο, ο οποίος πρέπει να πληρώσει ένα ποσό στον μέλλοντα πεθερό του για να πάρει την κοπέλα που επιθυμεί για σύζυγο. Η τιμή ποικίλλει ανάλογα με την ομορφιά της κοπέλας και την κοινωνική θέση της οικογένειας. Το τυπικό χωριό στο νησί Μπαλί ονομάζεται ντέσα. Βασικό στοιχείο αυτού του χωριού είναι η πατριαρχική οικογένεια που ζει ενωμένη στο ίδιο κομμάτι γης. Η λατρεία του θεού του χωριού και η συμμετοχή στις εκδηλώσεις που γίνονται για χάρη του είναι τα βασικά καθήκοντα της κοινότητας. Από τη θρησκευτική παράδοση προέρχεται και η πολύπλοκη κοινωνική οργάνωση που ονομάζεται Μπαντζάρ. Αυτή προβλέπει τον έλεγχο όλων σχεδόν των δραστηριοτήτων του νησιού και τη διευθέτηση των διαφωνιών. Η συμμετοχή στο Μπαντζάρ είναι ουσιαστικά υποχρεωτική. Μετά τον γάμο κάθε άντρας προσκαλείται να προσχωρήσει στους κόλπους του Μπαντζάρ και του δίνεται ο ανάλογος χρόνος να αποφασίσει. Μετά την τρίτη ειδοποίηση η συμπεριφορά του εκλαμβάνεται ως άρνηση για συμμετοχή στην οργάνωση και από τότε στερείται τη δυνατότητα να ταφεί στο νεκροταφείο του χωριού και αντιμετωπίζει την αντίδραση σε όλες του τις δραστηριότητες.
Ο αρχηγός του Μπαντζάρ, που ονομάζεται Κλιάν μπαντζάρ, εκλέγεται από τα μέλη, έπειτα από μεγάλες τελετές κατάνυξης και σκέψης για να έχουν και τη συμβουλή της θεότητας. Η κοινότητα Μπαντζάρ διαθέτει ειδικό χώρο για συνεστιάσεις και τόπους συγκέντρωσης. Στα χωριά του Μπαλί υπάρχει και μία ακόμη οργάνωση, η Σουμπάκ, που φροντίζει την άρδευση των ορυζώνων. Ο αρχηγός κάθε Σουμπάκ εκλέγεται από τα μέλη και ονομάζεται Κλιάν σουμπάκ.
Ταφικά έθιμα. Όταν ο νεκρός ανήκει σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, η τελετή αρχίζει ένα βράδυ πριν από την αποτέφρωση. Μια μονότονη μουσική αντηχεί παντού και στην αυλή του σπιτιού συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Βασικό στοιχείο της νεοϊνδουιστικής θρησκείας του Μπαλί είναι η περιφρόνηση του σώματος, το οποίο πρέπει να καθαριστεί με τη φωτιά έως ότου η ψυχή ελεύθερη και εξαγνισμένη φτάσει στις πύλες του παραδείσου ή εισχωρήσει στο σώμα ενός ζώου. Έτσι, η αποτέφρωση γίνεται με όλους τους κανόνες. Πρώτα φέρνουν το σώμα του νεκρού σε έναν περιφραγμένο χώρο, συνήθως στην αυλή του σπιτιού του. Μετά μεταφέρουν το λείψανο στον τόπο αποτέφρωσης. Βασικό στοιχείο της τελετής είναι ένα αντικείμενο-σύμβολο, τεραστίων διαστάσεων, το μπαντέ, το οποίο οι δυτικοί ονομάζουν πύργο για την αποτέφρωση. Το σώμα του νεκρού, τέλος, καίγεται αφού ο ιερέας δώσει τις ευχές του και απαγγείλει τις προσευχές. Η στάχτη σκορπίζεται στη θάλασσα.Στο αρχιπέλαγος, τυπικοί νεολιθικοί μύθοι, θρησκείες και οράματα συνυπάρχουν με νεότερες μορφές θρησκειών.
Ανιμισμός. Το κεντρικό περιεχόμενο της αρχαιότατης αντίληψής τους για τη ζωή είναι το μάνα, μια ισχυρή δηλαδή δύναμη που διαπερνά όλα τα πράγματα και με έναν μυστικιστικό τρόπο ενώνει τα πάντα. Ο σκοπός του ατόμου είναι να τιθασεύει και να ελέγχει αυτή την τεράστια ενέργεια. Το μάνα συγκεντρώνεται κατά έναν μυστηριώδη τρόπο μέσα σε μερικά αντικείμενα, κατασκευασμένα από ανθρώπινο χέρι που φέρουν μια δύναμη άγνωστης προέλευσης.
Πρόκειται για κομμάτια από αρχαία κινεζικά αγγεία, προϊστορικά χειροποίητα αντικείμενα ή άλλα αντικείμενα που έχουν κληρονομηθεί. Αυτά ονομάζονται πουσάκα (και είναι ένα όπλο ή ένα μουσικό όργανο ή ένα κόσμημα) και λατρεύονται όχι μόνο για την αρχαία τους προέλευση αλλά και γιατί περικλείουν το έμβλημα της οικογένειας και της νομιμότητας ενός γένους, την τύχη μιας βασιλικής οικογένειαςκαι την επιτυχία ενός άρχοντα.
Ο άνθρωπος, που συχνά είναι αντικείμενο του μάνα, το οποίο φοβάται και χρησιμοποιεί ανάλογα με την τύχη του, αποτελεί και αυτός έδρα αυτής της μυστηριώδους δύναμης.
Ινδουισμός και ισλαμισμός. Από τις μορφές του ινδουισμού που επηρέασαν τα νησιά της Ι., μεγάλη διάδοση είχε στους βασιλικούς κύκλους η γιόγκα, με την οποία οι βασιλιάδες πίστευαν πως θα μπορούσαν να αποκτήσουν τη δύναμη που θα τους εξασφάλιζε ακόμα μεγαλύτερη λάμψη στα μάτια του ταπεινού πλήθους. Ωστόσο, οι ινδουιστικοί πληθυσμοί των μεγαλύτερων νησιών μυήθηκαν πολύ γρήγορα στην ισλαμική θρησκεία. Ένα μέρος τους όμως προτίμησε να μεταναστεύσει από την Ιάβα στο Μπαλί, όπου ο ινδουισμός επικράτησε για μερικές εκατοντάδες χρόνια ακόμα. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός του Μπαλί δέχθηκε και αυτός σταδιακά τις επιδράσεις από τον βουδισμό και η θρησκεία του εξελίχθηκε στον λεγόμενο Μπαλί-ινδουισμό με ανάμεικτα βουδιστικά και ντόπια στοιχεία.
Ο ισλαμισμός εισήχθη στην Ι. από τους εμπόρους που έφταναν από το Γκουτζαράτ, από τα βόρεια της Ινδίας και από τα λιμάνια της νότιας Ινδίας. Η νέα θρησκεία προχώρησε από τις ακτές στην ενδοχώρα και επέφερε βαθιά πολιτική αλλαγή, μέχρι που η εξουσία περιήλθε από τα χέρια των ινδουιστών αρχόντων στα χέρια των σουλτάνων. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ινδονησιακού ισλαμισμού είναι ο μυστικισμός.
Τελετές και θρησκευτικές γιορτές. Παράλληλα με τις πολυάριθμες μουσουλμανικές γιορτές συνυπάρχουν αρχαϊκά και ειδωλολατρικά έθιμα καθώς και ινδουιστικές λατρείες. Η πιο μεγάλη γιορτή του χρόνου είναι το τέλος της νηστείας, που στην Ιάβα ονομάζεται λεμπαράν. Τότε ανταλλάσσουν επισκέψεις και δώρα, ενώ οι υπάλληλοι παίρνουν μια αμοιβή που τους επιτρέπει να αντεπεξέλθουν στις κοινωνικές τους υποχρεώσεις, αγοράζοντας δώρα για τους φίλους και ρούχα για την οικογένεια. Μια άλλη γιορτή, κοινή για όλους τους μουσουλμάνους, είναι η ημέρα της γέννησης του Προφήτη.
Στις ινδουιστικές γιορτές, που εξακολουθούν να υπάρχουν κυρίως στο Μπαλί, επικρατεί μια ήρεμη και μυστηριώδης ατμόσφαιρα θρησκευτικής ανάτασης. Η ευκαιρία για τέτοιες γιορτές δίνεται με τον εορτασμό των γεννήσεων, των γάμων και των θανάτων.Ενδυμασίες. Το πιο συνηθισμένο ένδυμα των κατοίκων της Ιάβας και του Μπαλί αποτελείται από ένα βαμβακερό πουκάμισο και ένα σαρόνγκ με χαρούμενα χρώματα για τις γυναίκες και πουκάμισο με παντελόνι-σαρόνγκ για τους άντρες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ενδυμασίες των πρωτόγονων πληθυσμών, μερικοί από τους οποίους αγνοούν τη χρήση των παπουτσιών. Είναι πολύ απλές, φτιαγμένες από ακατέργαστα φυτικά υλικά. Σε αντίθεση με αυτή την απλότητα, έρχεται η ποικιλία των κοσμημάτων: αλυσίδες, σκουλαρίκια, βραχιόλια, κουδουνάκια, γυαλιστερά διαδήματα, καρφίτσες και κρεμαστά στολίδια, τα οποία, αν και δεν είναι φτιαγμένα με μεγάλη τέχνη, φανερώνουν θαυμάσιο γούστο στην επιλογή των χρωμάτων και των σχεδίων.
Χαρακτηριστικό ιρλανδικό τοπίο, όπου το πράσινο και η θάλασσα δένουν αρμονικά.
Ενεργό ηφαίστειο στην Τζογκτζακάρτα (φωτ. ΑΠΕ).
Παραλία στο Μπαλί (φωτ. ΑΠΕ).
Υποδοχή του νέου χρόνου στην Τζακάρτα (φωτ. ΑΠΕ).
Ομοιώματα ανθρώπων, στη διάρκεια νεκρικού εθίμου στη φυλή των Τοράντζα (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Τα ομοιώματα των πιο σοφών προσώπων τοποθετούνται σε ειδικά μπαλκόνια, κατά την τελετή ταφής του νεκρού στη φυλή των Τοράντζα.
Ιθαγενείς της Παπούα (φωτ. ΑΠΕ).
Παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία στο Μπαλί της Ινδονησίας (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Τύμπανα και ξυλόφωνα «γκαμελάν», ορχήστρας της Ιάβας, που κατά το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από κρουστά όργανα.
Κοπέλες με προσφορές για έναν ναό του Μπαλί.
Ξύλινο προσωπείο για τελετουργικούς χορούς των Νταγιάκ της Βόρνεο στην Ινδονησία (Μουσείο Πιγκορίνι, Ρώμη).
Μαριονέτα «βαγιάνγκ» από ζωγραφισμένο δέρμα (Ανατολικό Μουσείο, Βενετία).
Παράσταση του «τοπένγκ ουόνγκ» ή θεάτρου του ηθοποιού που μιλά, το οποίο προέρχεται από το «ουαϊάνγκ τοπένγκ» (θέατρο με μάσκες) που πρωτοεμφάνισε στη σκηνή τον ηθοποιό.
«Αυτοπροσωπογραφία» του ζωγράφου Αφάντι (Μουσείο Τρόπεν, Άμστερνταμ).
Ζωγραφικό έργο ανώνυμου καλλιτέχνη του Μπαλί.
Έργο ανώνυμου καλλιτέχνη του Μπαλί.
Δείγμα ζωγραφικής του Μπαλί, έργο ανώνυμου καλλιτέχνη.
Το άγαλμα του Βούδα στο ανώτερο σημείο του Μπορομπουντούρ, του μεγαλύτερου βουδιστικού οικοδομήματος στον κόσμο (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Φορτηγό πλοίου σε πλου, όπως απεικονίζεται σε ένα ανάγλυφο του Μπορομπουντούρ (Μουσείο της Τζακάρτα).
Λεπτομέρεια από την πλούσια ανάγλυφη διακόσμηση των εσωτερικών τοίχων της στοάς στο Μπορομπουντούρ.
Τα σπίτια της φυλής Τοράντζα, στην Κελέβη, είναι ξύλινα, διακοσμημένα με χρωματιστά γεωμετρικά σχέδια (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Το μνημείο στη Λάρα-Τζόνγκρανγκ του Πραμπανάμ, με το χαρακτηριστικό σχήμα ενός ινδικού νεκρικού ιερού «κάντι».
Μικρές στούπες στο αρχιτεκτονικό συγκρότημα του Μπορομπουντούρ.
Γενική άποψη του Μπορομπουντούρ, που αποτελεί το μεγαλύτερο μνημείο της ιαβαϊκής τέχνης.
Η είσοδος στο Πούρα Μπεχέν κοντά στο Μπανγκλί του Μπαλί.
Αλφαβητάριο«ταπανούλι»χαραγμένοσεφλούδα δέντρου.
Το 2001 η Μεγκαβάτι Σουκαρνοπούτρι ανέλαβε πρόεδρος της Ινδονησίας (φωτ. ΑΠΕ).
Θρησκευτικό χειρόγραφο του Ιαβανέζου Ντζαγιαπάτι (13ος αι.).
Ο Σουχάρτο, πρόεδρος της Ινδονησίας (1968–98), αλλά ουσιαστικά δικτάτορας της χώρας, στους εορτασμούς για την ανεξαρτησία το 1995.
Ο Αχμέτ Σουκάρνο υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Ινδονησιακής Δημοκρατίας.
Διαδηλωτές διαμαρτύρονται για την προσάρτηση του Τιμόρ το 1976.
Χαλκογραφία του 18ου αι., που εικονίζει την Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα, πρωτεύουσα της Ινδονησίας), που ίδρυσαν οι Ολλανδοί το 1619.
Η οικογένεια Σουκάρνο· το κοριτσάκι που κρατάει στην αγκαλιά του ο Αχμέτ Σουκάρνο είναι η κόρη του Μεγκαβάτι, η οποία το 2001 έγινε πρόεδρος της Ινδονησίας (φωτ. ΑΠΕ).
Άγαλμα του Βούδα ανάμεσα σε μικρές διάτρητες στούπες, σε έναν εξώστη του Μπορομπουντούρ, στην Ιάβα, αντιπροσωπευτικό δείγμα ινδοϊαβαϊκής αρχιτεκτονικής.
Άγαλμα του Βούδα στον ναό-λόφο του Μπορομπουντούρ.
Η θάλασσα υπήρξε πάντα ο φυσικός δρόμος επικοινωνίας των κατοίκων της Ινδονησίας (φωτ. ΑΠΕ).
Αγροί διαμορφωμένοι κατά αναβαθμίδες στις ορεινές περιοχές της Ιάβας.
Συλλογή καρύδας στην Ινδονησία.
Ψαράδες σε ακτή της δυτικής Ιάβας (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Ορυζώνας στην Ιάβα της Ινδονησίας.
Τυπική μορφή οικισμού στην Ινδονησία είναι το χωριό με τις καλύβες.
Οι επισκέπτες του Μπαλί παραξενεύονται από την ευθυμία που συνοδεύει τις αποτεφρώσεις των νεκρών, αλλά για τους κατοίκους η λύπη δεν έχει καμία θέση στην τελετή (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Ένας γέρος στο Μενταουάι με το τρανζίστορ του· τα προϊόντα του δυτικού κόσμου πλαισιώνουν τις τοπικές αγορές.
Αντιπροσωπευτικός τύπος γυναίκας της Κελέβης (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Υπάρχουν περίπου 300 φυλές στο Ιριάν-Παπούα, (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Χορός μιας φυλής σε νησί της επαρχίας Ιριάν Τζάγια της Ινδονησίας (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Τα νησιά Μολούκες της Ινδονησίας εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των ορεογενετικών παροξυσμών της αλπικοϊμαλαϊανής συρρίκνωσης (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Οι ναοί του Μπαλί είναι φημισμένοι σε όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα εκείνοι του Μπανγκλί, του Μπεντουλού και του Ταμπάκ Στρινγκ (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Μαγευτικό ηλιοβασίλεμα στο Μπαλί της Ινδονησίας (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
O ηφαιστειακός κώνος του Μπουτάκ της Ινδονησίας και, στο βάθος, του Μπρόμο στην Ιάβα.
Η Ινδονησία παρουσιάζει εξαιρετική πυκνότητα πληθυσμού στην Ιάβα, όπου εκτός από την πρωτεύουσα βρίσκεται και το κυριότερο λιμάνι της χώρας, η Σουραμπάγια.
Διώρυγα στην πόλη Ποντιάνακ, πρωτεύουσα της επαρχίας Δυτική Καλιμάνταν (Καλιμάνταν Μπαράτ) της Ινδονησίας.
H ανατολικότερη πλευρά της Iάβας, πέρα από την περιοχή του Mαλάνγκ, ένα οροπέδιο πλούσιο σε δάση, καταρράκτες και παλαιούς ναούς, δίνει την ευκαιρία για μία από τις πιο μαγευτικές εκδρομές στο νησί (φωτ. Πρεσβεία Ινδονησίας).
Κρατηρική λίμνη στο νησί Σουμάτρα, μία μορφή αρκετά κοινή στο ινδονησιακό περιβάλλον.
Άποψη της πεδιάδας που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα της Σουμάτρας, κοντά στην Παλεμπάνγκ? είναι η μεγαλύτερη από τις σχετικά λίγες πεδινές εκτάσεις του ινδονησιακού συμπλέγματος.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ινδονησίας έχουν εμπλακεί σε αρκετές εσωτερικές συγκρούσεις τα τελευταία χρόνια (φωτ. ΑΠΕ).
Το 88% του πληθυσμού της Ινδονησίας είναι μουσουλμάνοι (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)
Χαρτονόμισμα των 1.000 ινδονησιακών ρουπών, που εκδόθηκε το2001.
Κατασκευή αντικειμένων από μπαμπού, τα οποία γυαλίζονται με βερνίκι ζωηρών χρωματισμών, μία μορφή βιοτεχνίας πολύ διαδεδομένη στην Ινδονησία.
Γενική άποψη της Τζακάρτα, πρωτεύουσας της Ινδονησίας.
Dictionary of Greek. 2013.